Η πρώτη τουφεκιά της Ελληνικής Επανάστασης έπεσε στις 21 Μαρτίου 1821 στα Καλάβρυτα. 600 ένοπλοι αγωνιστές, με επικεφαλής τους Σωτήρη Χαραλάμπη, Ασημάκη Φωτήλα, Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη, Βασίλειο και Νικόλαο Πετμεζά εισήλθαν στα Καλάβρυτα και πολιόρκησαν τους Τούρκους, που είχαν καταφύγει σε τρεις οχυρούς πύργους. Σας παραθέτουμε το χρονικό της πρώτης πράξεως της Ελληνικής Επαναστάσεως μέσα από το βιβλίο του Σπυρίδωνος Τρικούπη, “Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”:

“Όταν ύλη εύφλεκτος συσσωρευθή, σπινθήρ αρκεί να πέση και την  ανάπτει. Τοιούτον τι συνέβη εν Πελοποννήσω παρά την θέλησιν και  απόφασιν όλων.

Ο γέρων Ασημάκης Ζαήμης,  προεστώς  των Καλαβρύτων και πατήρ του  Ανδρέου, είχε παρ αυτώ  δύο παλαιούς κλέπτας, τον Χονδρογιάννην και τον Πετιώτην, ους άλλοτε λυτρώσας του θάνατου ηγάπα, επιστεύετο, κατήχησε τα της  Εταιρίας και προ παρεσκεύαζεν εις τον μελετώμενον αγώνα. Την 15 Μαρτίου, εν ω εγευμάτιζε μόνος εν τω χωρίω του, τη Κερπινή, υπηρετούντων του Χονδρογιάννη και του Πετιώτη, τους η ρώτησε “τι νέον;”.  Εκείνοι απεκρίθησαν, ότι την επαύριον ανεχώρει εις Τριπολιτσάν, φέρων χρήματα του δημοσίου, ο  Σεηδής Λαλιώτης, σπαής, και ότι, αν τοις έδιδε την άδειαν, έτοιμοι ήσαν να τον κτυπήσωσι καθ’ οδόν, και αρπάσωσι και φέρωσι τα χρήματα προς τον αυθέντην των επ’ ωφελεία του γένους. Ο  γέρων Ζαήμης, ολιγολογώτερος και αυτών των παλαιών Σπαρτιατών, τους εκύτταξεν ασκαρδαμυκτί, τοις ένευσε να τον κεράσωσι, και αφ’ ου επιεν εις την ελευθερίαν της πατρίδος, έκαμε τον σταυρόν του και τοις είπε, ‘’ ’ς την ευχήν μου παι­διά”. Οι δύο κλέπται, λαβόντες την ευχήν του άρχοντος  και παραλαβόντες και τινας άλλους, παρεμόνευσαν επί της εις Τριπολιτσάν οδού κατά την Χελονοσπηλιάν, και ντουφέκισαν τον Σεηδήν διαβαίνοντα  ανύποπτον και έχοντα συνοδόν τον Ταμπα­κόπουλον αναβαίνοντα και αυτόν  δι΄ υποθέσεις του εις Τριπολιτσάν. Ο Σεηδής δεν εβλάφθη, και έφιππος ων  έφυγε και διεσώθη εις Τριπολιτσάν διασώσας και όσα έφερε χρήματα  διεσώθη αβλαβής και ο συνο­δοιπόρος του Ταμπακόπουλος, αφαρπασθέντος μόνον του σκευοφόρου ίππου του. Έτυχε δε την αυτήν ημέραν ν΄ αναχωρήσει εις Τριπολιτσάν και ο διοικητής των Καλαβρύτων Ιβραήμης Αρναούτογλους.  Ο δε καταλυματίας του, προπορευόμενος εις αριστοποίησιν, και πλησιάσας όπου ετουφεκίσθη ο Σεηδής, έμαθε το  γεγονός, και φοβηθείς κατά του αυθέντου του ένεδραν επέστρεψεν  έντρομος και διηγήθη όσα συνέβησαν αυθημερόν. Ο Αρναούτογλους,  πλήρης και πρότερον υποψιών, εθορυβήθη ακούσας το γε­γονός, ωπισθοδρόμησεν εις Καλάβρυτα, εφόβισε τους εντοπίους Τούρκους παραστήσας το τόλμημα ως επαναστατικόν μάλλον ή ληστρικόν, και  παραλαβών αυτούς εκλείσθη και ωχυρώθη εντός τριών δυνατών πύργων των Καλαβρύτων, ως αν ήρχοντο κατόπιν του εχθροί. Συγχρόνως  εφονεύθησαν και δύο σπαϊδες Τριπολιτσώται κατά το Λιβάρτσι, χωρίον των Καλα­βρύτων. Ηγουμένου δε του Νικολού Σολιώτη εφονεύθησάν τινες γυφτοχαρατσίδες κατά το Αγρίδι, χωρίον της αυτής επαρχίας, και τρεις  κομισταί γραμμάτων του τοποτηρητού της Τριπολιτσάς προς τον Χουρσήδην εκτυπήθησαν και τινες άλλοι Τούρκοι αποβιβασθέντες εκ Σαλώνων εις Ακράταν, και απερ­χόμενοι εις Τριπολιτσάν, εξ ων οι μεν  εφονεύθησαν, οι δε συνελήφθησαν. Τα συμβάντα ταύτα, αν και μη επαναστατικά, ηύξησαν τας δικαίας υποψίας τωνΟθωμανών.

Καθ΄ ην δε ημέραν εκλείσθησαν οι περί τον Αρναούτογλουν εντός των πύργων, οι προεστώτες των Καλαβρύτων απουσίαζαν. Πρώτος των άλλων, ο Χαραλάμπης, μαθών το  γεγονός και αγνοών ότι φοβηθέντες οι περί τον Αρναούτογλουν εκλείσθησαν εις άμυναν μάλλον ή εις βλάβην, παρέλαβεν όσους  ηδυνήθη εκ του προχείρου ενόπλους υπό τους Πετμεζάδας, εισήλθεν  εις την πόλιν και επολιόρκησε τους εν τοις πύργοις κλεισθέντας, οίτινες παρεδόθησαν. Γενομένου δε γνωστού του συμβάντος τούτου, όπερ και η φήμη και οι επικρατούντες φόβοι εμεγάλυναν, οι μεν εν Βοστίτση  Τούρκοι διεπορθμεύθησαν όλοι αβλαβείς και ανεμπόδιστοι συν γυναιξί  και τέκνοις εις Γαλαξείδι, και  κατέφυγαν εις Σάλωνα, όπου ήσαν ικανοί Τούρκοι. οι δε εν Πάτραις, οίτινες, και άφ’ ότου έμαθαν, ότι οι Αχαιοί  απεποιήθησαν να μεταβώσιν εις Τριπολιτσάν, είχαν αρχίσει να μετα- φέρωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των εις την ακρόπολιν, εγκατέλειψαν  την πόλιν και συνεκλείσθησαν την 21 Μαρτίου, μήτε πολεμούντες μήτε πολεμούμενοι. Την αυτήν ημέραν ανέβησαν ένοπλοι έως 100  Τούρκοι εκ του Ρίου εις την πόλιν τουφεκίζοντες. Τινέ δε αυτών εμβάντες εις τι ρακοπωλείον κατά την ενορίαν της αγίας Τριάδος, αφ’ ου εμέθυσαν, έχυσαν ρακήν εν τινι λεκάνη, και εμβάψαντες τα παρευρεθέντα  παλαιόπανα, τα άναψαν, και δι αυτών έκαυσαν το ρακοπωλείον  εφόνευσαν δε και τον ρακοπώλην.  Εκείθεν υπήγαν να πατήσωσι την οικίαν του Παπαδιαμαντοπούλου. αλλ’ ευρόντες αντίστασιν αυτοί μεν την επολέμουν κάτωθεν, οι δε εν τη ακροπόλει την εκεραυνοβόλουν  άνωθεν. Εν τοσούτω, αι φλόγες του ρακοπολείου διεδόθησαν και πολλαί οικίαι εκάησαν. Ήσαν  παμπολλοί Επτανήσιοι εν τη πόλει, εξ ων  πολλοί Φιλικοί. Ούτοι ακούσαντες τον τουφεκισμόν και βλεποντες τας  φλόγας, ωπλίσθησαν και έτρεξαν εις διάφορα μέρη  τινές δε αυτών, παραλαβόντες αι τινας Πατρείς, επροχώρησαν εις το Τάσι όπου  συνήθως συνηθροίζοντο οι Τούρκοι.  Εκεί συνεκρούσθησαν κατά πρώτην φοράν, και εσκοτώθη ο Κεφαλλήν Βασίλης Ορκουλάτος.  Εκείθεν απεσύρθησαν οι Επτανήσιοι προς την ενορίαν του αγίου  Γεωργίου κατοικουμένην όλην υπό Χριστιανών κατά τα άκρα της  πόλεως, όπου ήσαν τα προξενεία. Το δ΄ εσπέρας της αυτής ημέρας ο  πρόξενος της Ρωσσίας Βλασσόπουλος, και ο πρόξενος της Σουη­δίας  Στράνης, κατοικούντες όχι μακράν της ακροπόλεως και φοβούμενοι την οργήν των Τούρκων υποπτευόντων αυτούς, και δικαίως, ως συνωμότας, εγκατέλιπαν τας οικίας των και διεσώθησαν εις τα πλοία  απέπλευσαν  δε μετ΄ολίγας ημέρας, και συναπέπλευσε και ο πρόξενος της Πρωσσίας  Κοντογούρης, φίλος και  αυτός του αγώνος. Την αυτήν ημέραν  ήλθεν  εις το μέσον ένοπλος ο εντόπιος Παναγιώτης Καρατσάς, απλούς  τεχνίτης έως τότε, και πολλήν εξ αυτής της αρχής του κινήματος  υπόληψιν αποκτήσας διά την ανδρίαν και τον πατριωτισμόν του. Ούτος,  θέλων να δώση καιρόν να παραμερίσωσιν οι Πατρείς τα φίλτατα και τα  πράγματά  των διά νυκτός, συννοηθείς και μετά του Ν.Γερακάρη, ενός  των αρχηγών των Επταννησίων, διέσπειρεν ανθρώπους εις διάφορα μέρη της πόλεως φωνάζοντας δι΄ όλης της νυκτός, “Γρηγορείτε,” επί σκοπώ να υποθέτωσιν οι Τούρκοι, ότι οι ΄Ελληνες ησαν ττολλοί και προσεκτικοί, και να μη τολμήσωσι νυκτικήν επέξοδον.  Τοιουτοτρόπως κατωρθώθη ο φιλάνθρωπος ούτος σκοπός. Την δε  επαύριον(22 Μαρτίου) οι Τούρκοι ευρέθησαν όλοι συνηγμένοι εν τη ακροπόλει, όπου διέμειναν κανονοβολούντες την πόλιν. Εντοσούτω οι  πέριξ σημαντικοί  Αχαιοί, μαθόντες τα εν Πάτραις συμβάντα, έσπευσαν  να εισέλθωσι συμπαραλαβόντες όσους εδυνήθησαν εκ του προχείρου  οπλοφόρους και πρώτος μεν εισήλθε περί την μεσημβρίαν ο  Παπαδιαμαντόπουλος [Πλαίσιο κειμένου: 62]  μετ αυτόν δε ο Λόντος υπό  ερυθράν σημαίαν,  ην κατεσκεύασεν ως έτυχε και ως ήθελε την ώραν εκεί­νην, έχουσαν εν  τω μέσω μέλανα σταυρόν εφ’ ενός μόνου προσώπου. Εξ αιτίας δε του  χρώματος της σημαίας οι εν τω φρουρίω Τούρκοι εξέλαβαν τους  εισερχόμενους ως Λαλιώτας Τούρκους, διότι ο επί του ενός προσώπου  της σημαίας σταυρός δεν εφαίνετο εκ της ακροπόλεως. Τους  εχαιρέτησαν δε και ως συνάδελφους των κανονοβολούντες. Εισήλθαν  την αυτήν ημέραν και ο Π. Πατρών, ο Κερνίτσης, ο Ζαήμης, και ο  Ρούφος, επισύροντες πλήθη οπλοφόρων και ροπαλοφόρων  επί δε της εισόδου οι Πατρείς και οι παρεπιδημούντες Έλληνες εκραύγαζαν ενθουσιώντες, Ζήτω η ελευθερία – ζήτωσαν οι αρχηγοί και εις την  Πόλιν να δώσει ο Θεός.  Εισελθόντες δε οι αρχηγοί κατέλαβαν το δυτικόν  μέρος της πόλεως, το προς τον άγιον Γεώργιον, όπου ήσαν οι  Επταννήσιοι. Ο δε Π. Πατρών διέταξε και έστησαν επί της πλατείας του  αγίου Γεωργίου σταυρόν, ον έτρεχαν και ησπάζοντο οι παρευρεθέντες,  ορκιζομενοι τον υπερ πίστεως και πατρίδος όρκον. Εμοίρασαν δε οι  αρχηγοί και εθνόσημα εξ ερυθρού υφάσματος φέροντα σταυρόν κυανόχρουν, διέταξαν και τούς ιστοποιούς να τυπώσωσι σημαίας προς χρήσιν των παρόντων οπλοφόρων, και αποστο­λήν εις άλλα μέρη, εξέδωκαν παντού επαναστατικάς προκηρύξεις, έγραψαν τοις εντός και  εκτός της Πελοποννήσου να δράξωσι τα όπλα, και έστειλαν προς τους εν Πάτραις εδρεύοντας προξένους την ακόλουθον εγκύκλιον.

«Ημείς, το Ελληνικόν έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί  το οθωμανικόν γένος, και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας πότε μ΄ ένα πότε  μ΄ άλλον τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς η να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν,  και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας ζητούντες τα δικαιώματά μας. Όντες λοιπόν βέβαιοι ότι όλα τα χριστιανικά βασίλεια  γνωρίζουν τα δίκαιά μας, και όχι μόνον δεν θέλουν μας εναντιωθή, αλλά  και θέλουν μας συνδράμει, και ότι  έχουν εις μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησάν ποτέ  ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, διά τούτο ειδοποιούμεν την εκλαμπρότητα σας, και σάς παρακαλούμεν να  προσπαθήσετε να ήμεθα υπό την εύνοιαν και προστασίαν του μεγάλου κράτους  τούτου.»”

ΠΗΓΗ