Σεπτέμβριος 480 π.Χ. – Ο Ελληνικός στόλος με επικεφαλής τον Ευρυβιάδη και τον Θεμιστοκλή νικά τον περσικό στόλο του Ξέρξη Α’ στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.    Η ναυμαχία της Σαλαμίνας τοποθετείται χρονικά στο έτος 480 π.Χ. και αποτελεί την πιο καθοριστική μάχη κατά τη διάρκεια της τρίτης Περσικής εκστρατείας, που οργάνωσε και ηγήθηκε αυτής ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Ξέρξης, εναντίον των Ελληνικών πόλεων, και μια από τις σημαντικότερες της αρχαιότητος, τόσο από στρατιωτικής άποψης όσο και για τη συμβολή της στη διαμόρφωση του ρου της Ιστορίας. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας και η νίκη των Ελλήνων είναι αξιομνημόνευτη και για μία ακόμη διάστασή της: το συμβολισμό της δικαίωσης του αγώνα για την υπεράσπιση της γης και της ελευθερίας από τις επεκτατικές βλέψεις της απόλυτης εξουσίας.   Μετά την κατάληψη της Αθήνας, ο Ξέρξης εγκατέστησε το αρχηγείο του στο Φάληρο όπου βρίσκεται αγκυροβολημένος και ο στόλος του. Στην αντίπερα όχθη ο Ελληνικός στόλος παραμένει στο νησί της Σαλαμίνας. Στρατηγικές κινήσεις, αντιθέσεις, διαφωνίες, διλήμματα, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, όλα είναι τοποθετημένα πάνω στη σκακιέρα. Η παρτίδα για τα δύο επιτελεία έχει ήδη ξεκινήσει.   Στη Σαλαμίνα επικρατούσε σύγχυση και διγνωμία μεταξύ των ναυάρχων των Ελληνικών πόλεων. Στις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν οι Έλληνες ήταν χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα. Από τη μια πλευρά οι πόλεις της Πελοποννήσου υποστήριζαν την άποψη ότι ο στόλος έπρεπε να μεταφερθεί στον Ισθμό όπου βρισκόταν και ο πελοποννησιακός στρατός και να ναυμαχήσει εκεί με τους Πέρσες, καθώς σε περίπτωση ήττας στη Σαλαμίνα δεν θα υπήρχε δυνατότητα διαφυγής και θα βρίσκονταν αποκλεισμένοι από τους Πέρσες, οι οποίοι θα μπορούσαν πλέον να επιτεθούν στην Πελοπόννησο με την υποστήριξη του στόλου τους. Από την άλλη πλευρά οι Αθηναίοι, οι Αιγινίτες και οι Μεγαρείς διοικητές κυρίως, των οποίων οι πόλεις κινδύνευαν άμεσα, με κύριο εκφραστή τους τον Θεμιστοκλή, ήταν υπέρμαχοι της παραμονής του στόλου στο νησί.    Υποστήριζαν ότι η καθοριστική ναυμαχία έπρεπε να δοθεί στο στενό μεταξύ Σαλαμίνας και Αττικής. Το νησί αυτό, το μόνο εδαφικό τμήμα του Αθηναϊκού κράτους που δεν υποδουλώθηκε στους Πέρσες, χρησίμευε ως καταφύγιο για μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Αττικής, ως στρατιωτική βάση στα νώτα του Περσικού στρατού σε περίπτωση προελάσεως από τον Ισθμό και αποτελούσε, με τις προφυλαγμένες από τους ανέμους ακτές του απέναντι από την Αττική, ιδεώδη βάση για το Ελληνικό ναυτικό που κάλυπτε από τη Θάλασσα τον Ισθμό.   Πέρα από τα επιχειρήματα, οι διαφωνίες και οι φιλονικίες, μεταξύ κυρίως του Θεμιστοκλή από τη μια πλευρά με τον Ευριβιάδη τον Λακεδαιμόνιο και τον Κορίνθιο ναύαρχο Αδείμαντο από την άλλη, ήταν ιδιαίτερα τεταμένες. Μάλιστα μετά από μια έντονη λογομαχία ο Ευρυβιάδης ύψωσε τη ράβδο του να χτυπήσει τον Αθηναίο στρατηγό, και τότε εκείνος αποκρίθηκε ήρεμα το πασίγνωστο «Πάταξον μεν, άκουσον δε!».   Την επόμενη της απόφασης, παρ’ όλα αυτά, οι αντιρρήσεις για την καταλληλότητα της θέσεως, ξαναφούντωσαν. Κατά τη διάρκεια του νέου συμβουλίου που συγκλήθηκε και ενώ η πλειοψηφία ήταν πάλι υπέρ της μεταφοράς προς τον Ισθμό, ο Θεμιστοκλής συνέλαβε ένα ευφυέστατο τέχνασμα. Έστειλε τον δούλο του Σίκιννο στο περσικό στρατόπεδο με το μήνυμα ότι τον στέλνει ο Αθηναίος στρατηγός, ο οποίιος είναι δήθεν με το πλευρό των Περσών, για να τους ανακοινώσει ότι οι ταραγμένοι Έλληνες σκέφτονται να αποχωρήσουν και πως είναι τώρα μια λαμπρή ευκαιρία για αυτούς να εγκλωβίσουν τον αντίπαλο και να τον κατανικήσουν.   Ο Ξέρξης, που επιθυμούσε να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Ελλάδας όσο το δυνατόν συντομότερα προτού φτάσει και ο χειμώνας θεωρώντας ούτως ή άλλως μοναδική αυκαιρία το γεγονός ότι ο εχθρικός στόλος βρισκόταν κλεισμένος στη Σαλαμίνα, δεν άργησε να πάρει την απόφασή του. Η διαταγή για επίθεση του στόλου δίνεται. Ο Ελληνικός στόλος αποτελείται -σύμφωνα με τον Ηρόδοτο- από 365 τριήρεις και 7 πεντηκόντορους. Οι Πέρσες διαθέτουν προς παράταξη περί τα 700 πλοία.   Η ναυμαχία διεξήχθη στις 21-22 Βοηδρομιώνος (28 ή 29 Σεπτέμβρίου) του 480π.Χ. Τη νύχτα μιάς από εκείνες τις μέρες, ο Περσικός στόλος απέπλευσε από το Φάληρο με κατεύθυνση προς τα Δυτικά, ενώ τμήμα του Περσικού στρατού αποβιβάσθηκε και κατέλαβε την Ψυτάλλεια με σκοπό, κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, την περισυλλογή των Περσών ναυγών και την εξόντωση των Ελλήνων ναυαγών. Γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα τα Περσικά πλοία προχωρούσαν κατά μήκος των ακτών της Αττικής με την εξής σειρά: Φοινικικά και Αιγυπτιακά προς το μέρος της Ελευσίνας, κατόπιν τα πλοία της Κύπρου, της Λυκίας, της Κιλικίας και της Παμφυλίας λαμβάνουν θέση στο κέντρο. Και τέλος προς τον Πειραιά, τα Καρικά και τα πλοία της Ιωνίας.    Οι Έλληνες πληροφορήθηκαν εγκαίρως τις κινήσεις του Περσικού στόλου από τον Αριστείδη, που ήλθε τη νύχτα από την Αίγινα. Έτσι οι Πέρσες έχασαν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, όταν σύμφωνα με την περιγραφή του Αισχύλου, άκουσαν ξαφνικά με την ανατολή του ηλίου, τους ήχους από τις σάλπιγγες και τον Παιάνα να αντηχεί από όλα τα Ελληνικά πλοία:   “Ω, παίδες Ελλήνων, ίτε Ελευθερούτε πατρίδ’ ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων΄ νύν υπέρ παντών αγών”. Είχε λοιπόν ήδη βγεί ο ήλιος όταν δόθηκε η διαταγή από τον Ευρυβιάδη, διοικητή των Ελληνικών δυνάμεων, να αναπτυχθεί ο Ελληνικός στόλος προς την κατεύθυνση των Περσών. Τη δεξιά πτέρυγα είχε καταλάβει ο ίδιος ο Ευρυβιάδης με τις μοίρες της Σπάρτης, της Κορίνθου, της Αίγινας και των Μεγάρων. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, «οι Αιγινίτες και οι Μεγαρείς ήταν οι πιο καλοί ναυτικοί μετά τους Αθηναίους».   Οι τριήρεις των μικρότερων Ελληνικών πόλεων τάχθηκαν στο μέσον, ενώ στην αριστερή πλευρά κατέλαβαν θέση με αρχηγό το Θεμιστοκλή, οι Τριήρεις των Αθηναίων, οι οποίες αποτελούν το μισό σχεδόν του Ελληνικού στόλου. Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στην αποφυγή ενδεχόμενου εγκλωβισμού των Ελληνικών Πλοίων εντός του αγκυροβολίου τους. Πλέοντας όμως ο Ελληνικός στόλος προς τα εμπρός θα συναντούσε σύντομα τον Περσικό, στο μέσο περίπου του στενού, σε χώρο δηλαδή αρκετά ανοικτό και συνεπώς ευνοϊκότερο για τους Πέρσες, οι οποίοι θα είχαν έτσι την ευχέρεια χρησιμοποιήσεως του συνόλου σχεδόν των πλοίων τους και τη δυνατότητα κυκλωτικών ελιγμών από τα δύο άκρα του Ελληνικού στόλου.    Για να αποτραπεί ακριβώς αυτή η συνάντηση των δύο στόλων στο μέσον του στενού, τα Ελληνικά πλοία ανέκοψαν την πορεία τους προς τα εμπρός κι άρχισαν να κινούνται προς τα πίσω, κωπηλατώντας ανάποδα προς τη Σαλαμίνα, χωρίς να αναστρέψουν, διατηρώντας σταθερά τις πλώρες προ τον εχθρό, σε τάξη, χωρίς να χαθεί η συνοχή του στόλου, συνεχίσθηκε δε ως μία γραμμή κοντά στις ακτές της Σαλαμίνας, όπου είχαν παραταχθεί οι Αθηναίοι οπλίτες, εκεί ο στόλος παρατεταγμένος σε μέτωπο με στήριγμα προς τα δεξιά την Κυνοσούρα και προς τα αριστερά το σημερινό νησί του Αγίου Γεωργίου, ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος κυκλώσεως, σταμάτησε για να συγκρουστεί με τον εχθρό.   Η μνημειώδης μάχη σε λίγα λεπτά θα ξεσπούσε, κάτω από το βλέμμα του βασιλιά Ξέρξη, ο οποίος παρακολουθεί από το όρος Αιγάλεω όλες τις κινήσεις. Ο ελιγμός πέτυχε! Η στενότητα του χώρου και η περιορισμένη έκταση του μετώπου δεν επέτρεπε στους Πέρσες να χρησιμοποιούν στην πρώτη γραμμή περισσότερα πλοία από τα Ελληνικά, τα οποία συνεπώς αντιμετώπιζαν στη σύγκουση ίσο περίπου αριθμό πλοίων έτσι στον αγώνα έπαιζε σημαντικό ρόλο η ανδρεία και η επιδεξιότητα των αξιωματικών και των πληρωμάτων καθώς και η τακτική των αντιπάλων στόλων.    Οι ελεύθεροι πολίτες των Ελληνικών πόλεων στις οποίες η ευψυχία μαζί με την ελευθερία ήταν οι υπέρτατες αξίες, αγωνίζονταν υπερ βωμών και εστιών με ανδρεία και αυταπάρνηση που ενέτεινε η μεταξύ τους και μεταξύ των πόλεων άμιλλα. Αλλά και οι Πέρσες πολεμούσαν με εξαιρετική γενναιότητα, γιατί ήθελαν να φανούν ευάρεστοι στον Ξέρξη, που παρακολουθούσε τη ναυμαχία από το όρος Αιγάλεω, γιατί φοβόντουσαν την οργή του αν υστερούσαν.   Στην αρχή η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη και οι Πέρσες κρατούσαν, μάλιστα στη δεξιά πλευρά οι Ίωνες πίεζαν σοβαρά του Λακεδαιμόνιους και τους Αιγινήτες, οι δε Σάμιοι κυρίευσαν μερικές Ελληνικές τριήρεις. Όσο προχωρούσε όμως η ώρα, άρχισε να επικρατεί η εξαιρετική επιδεξιότητα των Ελληνικών πληρωμάτων και η ανώτερη τακτική των Ελλήνων και πρώτα στο αριστερό μέρος τη Ελληνικής παράταξης, όπου βρισκόταν η ισχυρότατη μοίρα των 200 Αθηναίων τριήρεων έχοντας απέναντι της τα πλοία των Φοινίκων. Η τακτική των Φοινίκων ήταν κυρίως να πολεμούν ρίχνοντας βροχή βελών και ακοντίων από τα ψηλά καταστρώματα τους. Μάλιστα διέθεταν 30 τοξότες σε κάθε πλοίο.   Από την άλλη πλευρά οι Αθηναίοι διέθεταν 4 τοξότες και 14 οπλίτες σε κάθε τριήρη, πλεονεκτούσαν όμως στη χρήση του εμβόλου, έτσι εκμεταλλευόμενοι τον κλυδωνισμό των Φοινικικών πλοίων από τον άνεμο και το κύμα, που είχε ως αποτέλεσμα να αστοχούν τα τοξεύματα, ορμούσαν εναντίον τους και είτε έσπαγαν τα κουπιά και ακινητοποιούσαν τα εχθρικά πλοία είτε τα κτυπούσαν με τα έμβολα στα πλευρά. Έπειτα οι Αθηναίοι οπλίτες πηδούσαν στο κατάστρωμα και εξόντωναν τα εχθρικά πληρώματα ή άφηναν τα πλοία να βυθιστούν από τα ρήγματα των εμβόλων.   Ύστερα από την καταβύθιση των πρώτων Φοινικικών πλοίων, η πρώτη γραμμή του Φοινικικού στόλου αποδιοργανώθηκε και τα πλοία άρχισαν να τρέπονται σε φυγή, άλλα προς τις απέναντι ακτές της Αττικής κι άλλα προς τα ανατολικά, πολλά όμως δεν κατάφεραν να απομακρυνθούν γιατί στην προσπάθεια τους αυτή συγκρούσθηκαν μεταξύ τους και βυθίστηκαν. Σε λίγο η ταραχή και η σύγχυση μεταδόθηκε στο κέντρο και το αριστερό μέρος του Περσικού στόλου, διότι οι Αθηναϊκές τριήρεις, διαθέσιμες μετά την κατανίκη των Φοινίκων άρχισαν να επιτίθενται προς τα εκεί.   Η ναυμαχία εξελίχθηκε τότε ραγδαία σε βάρος των Περσών και σε λίγο και ο υπόλοιπος Περσικός στόλος, που είχε συνθλιβεί στην Περιοχή του στενού προς την Κυνοσούρα, άρχισε να τρέπεται σε φυγή με κατεύθυνση το Φάληρο, ενώ καταδιώκονταν από τον Ελληνικό στόλο. Η καταδίωξη εξακολούθησε, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, “μέχρι δείλης”.   Προς το τέλος της Ναυμαχίας, ο Αριστείδης, με Αθηναίους οπλίτες από τους παρατεταγμένους στην ακτη της Σαλαμίνας, έκανε απόβαση στην Ψυτάλλεια και εξόντωσε την εκεί απομονωμένη Περσική φρουρά. Η εξόντωση της συγκεκριμένης φρουράς στοίχισε πολύ στους Πέρσες, ιδίως στον ηθικό παράγοντα, καθώς απαρτιζόταν από ευγενείς και εκλεκτούς πολεμιστές.   Κατά τον Έφορο, οι απώλειες για τους Πέρσες ήταν 200 πλοία, ενώ για τους Έλληνες 40. Η αναλογία όμως σε άνδρες, ήταν βαρύτερη για τους Πέρσες, γιατί αυτοί, καθώς δεν ήξεραν να κολυμπούν, πνίγονταν μετά τη βύθιση των πλοίων τους. Μεγάλο ήταν και το ποσοστό των επιφανών Περσών και άλλων συμμάχων τους που χάθηκαν στη μάχη με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον στρατηγό Αριαβίγνη, αδελφό του Ξέρξη. Η ναυμαχία στη Σαλαμίνα αποτέλεσε για την Ελληνική πλευρά κυριολεκτικά τον υπέρτατο αγώνα. Ήταν αδιαμφισβήτητα η μάχη η οποία καθόρισε στο μεγαλύτερο βαθμό την τελική έκβαση του πολέμου και που οδήγησε και την τρίτη περσική εκστρατεία σε παταγώδη αποτυχία, βάζοντας τέλος στις φιλοδοξίες των Περσών ηγεμόνων για κατάκτηση του Ελλαδικού χώρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το βράδυ της επομένης της μάχης, ο Ξέρξης, επικεφαλής του Περσικού στόλου, φοβούμενος μήπως οι Έλληνες πλεύσουν στον Ελλήσποντο και καταστρέφοντες τις γέφυρες που είχε κατασκευάσει τον αποκλείσουν στην Ευρώπη, απέπλευσε από το Φάληρο και παραπλέοντας τις ακτές κατευθύνθηκε προς Βορρά.   Οι συμμαχικές Ελληνικές πόλεις επιτυγχάνοντας έστω και την τελευταία στιγμή να παραμερίσουν -επιτέλους- τις αρκετές «εμφύλιες» διαφορές και τριβές τους, πέτυχαν μια σπουδαία νίκη, που εν συναρτήσι με την τελική συντριβή των Περσών στις Πλαταιές, τους εξασφάλισε την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους για το επόμενο διάστημα, όταν και κατά κόρον αναπτύχθηκε αυτός που σήμερα αποκαλούμε αρχαιοελληνικό πολιτισμό, με τις τόσες εκφάνσεις του και την σπουδαία προσφορά του στο παγκόσμιο στερέωμα.   Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας πέρασε γρήγορα στο θρύλο, έγινε θέμα για τους ρήτορες και τους μεγάλους τραγικούς (οι Φοίνισσες του Φρυνίχου και οι Πέρσες του Αισχύλου έχουν ως σημείο αναφοράς τη νίκη των Ελλήνων), αποτέλεσε δίδαγμα για τους λαούς και καθιερώθηκε ως η αφετηρία όχι μόνο της Ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας Ναυτικής ιστορίας. Εκείνο που έγραψε ο Πλούταρχος στο βίο του Θεμιστοκλή, “Ουθ Έλλησιν ούτε βάρβαρος ενάλιον έργον είργασται λαμπρότερον”, μπορούμε ανεπιφύλακτα να το επαναλάβουμε και σήμερα.   ΖΗΤΩ Η ΝΙΚΗ!  Παναγιώτης Κ. Τ.Ο. Πειραιά