Κάθε φορά που εορτάζουμε την Κοίμηση της Θεοτόκου είναι σαν να έχουμε Πάσχα· το Πάσχα του καλοκαιριού. Πάσχα μάς ετοιμάζει η Κυρία Θεοτόκος. Διάβαση ένδοξη «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Δεύτερο Πάσχα, άγιο, άμωμο, ζωοποιό για το ανθρώπινο γένος, γιατί πράγματι σήμερα «νενίκηνται της φύσεως οι όροι».

«Πώς η πηγή της ζωής πηγαίνει προς την ζωή περνώντας από τον θάνατο!», αναφωνεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο θάνατος της «ζωαρχικής Μητρός» του Κυρίου υπερβαίνει την έννοια του θανάτου, ώστε δεν ονομάζεται κάν θάνατος, αλλά «κοίμησης» και «θεία μετάστασης» και εκδημία ή ενδημία προς τον Κύριο. Και αν ακόμη λεχθεί θάνατος, όμως είναι θάνατος ζωηφόρος, αφού μεταβιβάζει σε ουράνια και αθάνατη ζωή.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνουν οι πηγές αυτές, η Θεοτόκος ειδοποιήθηκε από άγγελο του Θεού για τον επικείμενο θάνατό της.
Πήγε τότε ο Άγγελος και της είπε:
«Αυτά λέγει ο Υιός σου: είναι καιρός να παραλάβω τη μητέρα Μου κοντά Μου. Γι’ αυτό να μην ταραχθείς, αλλά δέξου το μήνυμα με ευφροσύνη, επειδή μεταβαίνεις σε ζωή αθάνατη».

Μόλις το άκουσε η Θεοτόκος, χάρηκε πολύ και από τον πολύ πόθο της να μεταβεί στον μονογενή Υιό της, ανέβηκε με βιασύνη και προθυμία στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, διότι είχε αυτή τη συνήθεια, να ανεβαίνει συχνά σ’ αυτό το όρος. Τότε ακολούθησε θαύμα παράδοξο. Όταν ανέβηκε εκεί η Θεοτόκος, έκλιναν την κορυφή τους τα δέντρα, σαν να ήταν έμψυχα και λογικά, και την προσκύνησαν και έτσι έδειξαν το σεβασμό τους και τίμησαν την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου.

Αφού προσευχήθηκε αρκετά η Πανάχραντη, επέστρεψε στην οικία της. Άναψε φώτα πολλά, ευχαρίστησε τον Θεό και κάλεσε τις συγγενείς και τις γειτόνισσες. Στη συνέχεια, ετοιμάζει όλα τα απαραίτητα για τον ενταφιασμό της. Φανερώνει και στις άλλες γυναίκες τα λόγια που της είπε ο Άγγελος για της εις τους ουρανούς μετάστασή της και σαν απόδειξη των λόγων της, δείχνει το χαροποιό και νικητικό σημείο, που της έδωσε ο Άγγελος, ένα κλαδί φοίνικα.

Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ημέρα από την εμφάνιση του αγγέλου, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο. Τότε ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμησή της.

Μαζί με τους Αποστόλους ήρθε και ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Απόστολος Τιμόθεος και οι λοιποί θεόσοφοι ιεράρχες. Όλοι αυτοί, μόλις έμαθαν την αιτία για την οποία συνάχθηκαν αιφνιδίως και παραδόξως, έλεγαν στην Θεοτόκο: «όσο σε βλέπαμε, Δέσποινα, να ζεις και να μένεις στον κόσμο, παρηγορούμεθα σαν να βλέπαμε τον Υιόν σου. Επειδή όμως τώρα με τη βουλή του Υιού σου και Θεού μεταβαίνεις στα ουράνια, γι’ αυτό καθώς βλέπεις θρηνούμε και δακρύζουμε, αν και από την άλλη χαιρόμαστε για όσα θαυμαστά σου έγιναν». Τότε η Θεοτόκος τους αποκρίθηκε: «Μαθητές του Υιού μου και Θεού, μην κάνετε πένθος και λύπη τη χαρά μου».

Όταν ειπώθηκαν αυτά τα λόγια φτάνει και ο Απόστολος Παύλος. Έπεσε στα πόδια της Θεομήτορος, την προσκύνησε και την εγκωμίασε με πολλά ουράνια εγκώμια: «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής, διότι αν και δεν έζησα σωματικώς κοντά στον Υιό σου, βλέποντας όμως εσένα, νόμιζα ότι έβλεπα Εκείνον».

Μετά αποχαιρετά όλους, ξαπλώνει πάνω στο νεκροκρέββατο, σταύρωσε τα χέρια της, προσφέρει δεήσεις και ικεσίες στον Υιό της για τη σύσταση και την ειρήνη όλου του κόσμου, γεμίζει τους Αποστόλους και ιεράρχες από την ευλογία του Υιού της που δίνεται απ’ αυτήν στους ανθρώπους, και έτσι αφήνει στα χέρια του Υιού της και Θεού την ολόφωτη και παναγία ψυχή της.

Η Παρθένος ήταν εκείνο το ιδιαίτερο δημιούργημα του Θεού που υπερέβη όλους τους ανθρώπους και αγγέλους. Αυτή μόνη από τους ανθρώπους έζησε βίο πανάμωμο, και το ακατάληπτο για όλα τα λογικά όντα, κατέστη Μητέρα του Θεού. Επειδή δεν είχε ποτέ αμαρτήσει, δεν υποχώρησε σε κάποιο φιλήδονο λογισμό δικαίως και δεν έζησε επί της γης με οδύνες της σαρκός, με ασθένειες. Αν και είχε σώμα ζωαρχικό εν τούτοις ως άνθρωπος υπέρχεται στην ασθένεια του θανάτου και πεθαίνει. Χωρίς όμως να χωρισθεί η ψυχή και το σώμα Της από τον Θεό· λύνεται προσωρινά ο σύνδεσμος που τα ενώνει μεταξύ τους, όπως είχε γίνει και με τον Χριστό. Μετά τον θάνατο η ψυχή Της ενώνεται αμέσως με τον Χριστό. Διότι ο Κύριος κατά την ώρα της Κοιμήσεως της Μητέρας Του συνοδευόμενος από τα υπερκόσμια τάγματα των αγγέλων και αγίων παίρνει την ιερά ψυχή Της όχι απλώς στον ουρανό, αλλά «έως αυτού του βασιλικού θρόνου Του, εις τα επουράνια Άγια των Αγίων», όπως αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.

Ενώ το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα της Παναγίας μετά από τρεις ημέρες μετατίθεται στους υπερουρανίους χώρους, άφθαρτο, προς τον Μονογενή και αγαπημένο Υιό Της. Δηλαδή μπορούμε να μιλήσουμε και για εν σώματι ανάσταση της Θεοτόκου. Ανάσταση όμως που δεν ενεργήθηκε από την ίδια, αλλά από τον Υιό και Θεό Της.

Μάρτυρας αυτής της αναστάσεως-μεταστάσεως της Θεοτόκου είναι ο απόστολος Θωμάς, ο οποίος δεν παρευρισκόταν στην οσία ταφή Της, αλλά ερχόμενος καθυστερημένος ως συνήθως, μετά από τρεις ημέρες, και μετά από παράκλησή του ανοίγουν οι υπόλοιποι απόστολοι τον τάφο και δεν βρίσκουν το θεοδόξαστο εκείνο σώμα. Βλέπουν όμως την Θεοτόκο να ανεβαίνει στους ουρανούς και να παραδίδει στον απόστολο Θωμά την Τιμία και Αγία Της Ζώνη ως τεκμήριο της μεταστάσεώς Της, κάτι αντίστοιχο που είχε γίνει και με την ψηλάφηση του Κυρίου από τον ίδιο απόστολο.

Το σώμα της Παναγίας –όπως και το σώμα του Υιού Της– δεν υπέστη διαφθορά στον τάφο, δηλαδή δεν αλλοιώθηκε, δεν διαλύθηκε από τα υλικά στοιχεία που το συνέθεταν. Εξάλλου μετά την ανάσταση του Χριστού τα σώματα πολλών αγίων Του δεν διαφθείρονται και γίνονται μερικώς άφθαρτα λείψανα· πόσο μάλλον ήταν λογικό να μην φθαρεί και το «θεοδόχον σκήνωμα» της Μητέρας του Θεού.

Σύντομα η μοναδική ζωή της Παναγίας

Η Άννα (μάνα της Παναγίας) , παντρεύτηκε σε ηλικία 20 ετών, τον τριαντάχρονο τότε Ιωακείμ, ο οποίος καταγόταν απ τη γενιά του Δαβίδ, όπως κι εκείνη. Όμως πέρασαν 40 χρόνια έγγαμου βίου και ο Ιωακείμ και η Άννα δεν είχαν αποκτήσει παιδί. Η ατεκνία στην εποχή τους ήταν μεγάλη ντροπή. Αλλά αυτή τη ντροπή την έφερναν πάνω τους και οι δυό τους αγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα απέναντι στο Θεό. Υπέμεναν το θέλημά Του, Τόν θερμοπαρακαλούσαν, πίστευαν με απλοϊκή και πηγαία πίστη στην παντοδυναμία Του και περίμεναν…

Απέναντι στη τόση πίστη, υπομονή και προσευχή ο Θεός απάντησε με πολλαπλά μεγάλα θαύματα. Στέλνει τον άγγελό Του και λύει την ατεκνία της Άννας (9 Δεκεμβρίου). Και η γριά και στείρα Άννα, ως άλλη Σάρα, θα μείνει έγκυος και στα 60 της χρόνια θα γεννήσει και θ‘ αποκτήσει (8 Σεπτεμβρίου, ημέρα Δευτέρα του έτους 15 π.Χ.) κόρη. Και τι κόρη(!) τη Μαρία, τη μετέπειτα Παναγία Δέσποινα.

Στο δώρο αυτό του Θεού οι ευσεβείς γονείς της Μαρίας, απαντούν με αντίδωρο. Προσφέρουν στο Θεό εκείνο που τους πρόσφερε. Φέρνουν στο ναό και αφιερώνουν στο Θεό την τρίχρονη κορούλα τους.

Μεγάλη η καρδιά τους – Μεγάλη η απόφασή τους – Μεγάλη η πίστη τους.

Εκεί θα παραμείνει επί 12 συναπτά έτη η πιο αγνή ψυχή από την αρχή του κόσμου, η μικρή Μαρία, ζωντας με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, υπακοή.

Στά εννέα της χρόνια θα γνωρίσει την πίκρα της ορφάνιας, καθώς θα στερηθεί και τους δυό αγαπημένους γονείς της.


Έτσι οι ιερείς του ναού και οι συγγενείς της, όταν πλέον ήρθε η ώρα (σε ηλικία 15 ετών) να αφήσει το ναό και να βγεί έξω στον κόσμο, αποφασίζουν να μην την αφήσουν μόνη εκτεθειμένη στους κινδύνους της ζωής, αλλά να την προστατεύσουν.

Τήν θέτουν υπό την προστασία του Ιωσήφ, ενός μακρινού συγγενή της , του οποίου η γυναίκα είχε πεθάνει και του είχε ήδη αφήσει 7 παιδιά, 4 αγόρια και 3 κορίτσια.

Ο Ιωσήφ παρέλαβε τη 16χρονη Μαρία, παρά τους δισταγμούς που είχε, επειδή ήταν χήρος με παιδιά και μεγάλος σε ηλικία (75 ετών).

Η Μαρία δεν πρόλαβε να κλείσει χρόνο στη νέα της ζωή κι ένα ανοιξιάτικο κυριακάτικο απόγευμα στις 25 του Μαρτιού, ενώ με το νού και την καρδιά της ήταν προσηλωμένη στην νοερά προσευχή, με τα χείλη σιγόψελνε ύμνους στο Θεό και με τα χέρια χρυσοκένταγε το νέο «καταπέτασμα» του ναού, άκουσε από τ Αρχαγγελικά του Γαβριήλ τα χείλη, την εκπλήρωση του «πρωτευαγγελίου».

«Χαίρε, κεχαριτωμένη Μαρία!. Ο Κύριος μετά σού». Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να συμβεί το ποθούμενο, καθώς αγιωτέρα και καθαροτέρα ψυχή δεν υπήρξε μέχρι τότε, ούτε θα υπάρξει σαν αυτή της Παναγίας. «Μή φοβάσαι, Μαρία, θα γεννήσεις το Γιό του Υψίστου. Πνεύμα Άγιο θα σε επισκιάσει». Και η απάντησή της που ακολούθησε τους πρώτους ανθρώπινους δισταγμούς της: «Ιδού, η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου».

Μιά συνεχής σιωπή, προσευχή, διακριτική υπομονή και ταπείνωση, ήταν η ζωή της.


Κι έτσι συνέχισε να πολιτεύεται και μετά την Ανάληψη του Γιού της στους ουρανούς.Μετά την ολονύκτια προσευχή της, ξάπλωνε για λίγο, έχοντας σά στρώμα μία πέτρα. Η δε προσευχή της έκανε θαύματα! Θεράπευε άρρωστους, έβγαζε δαιμόνια κ.λ.π.

Όμως η φιλεύσπλαχνος Παρθένος δεν είχε περιορισθεί μόνο στην προσευχή, αλλ είχε ανοιχθεί και προς τον κόσμο. Δεν επικοινωνούσε μονό με το Θεό, αλλά και με τον κόσμο. Τή νύχτα δηλαδή την είχε αφιερώσει στην επικοινωνία της με το Θεό και την ημέρα στην επικοινωνία της με το συνάνθρωπο.


Υποδεχόταν τους ξένους με πλατειά καρδιά. Και τους περιποιόταν. Έκανε ελεημοσύνες. Έτρεχε στα ορφανά, στις χήρες, στους καταπονημένους, στους θλιβομένους. Ώσπου ήρθε η ώρα σε ηλικία 59 ετών να πάει να συμβασιλεύσει στους ουρανούς μαζί με τον Γιό της.

Πράγματι πόσο ευαρεστείται η Παναγία μας όταν βλέπει ότι αγωνιζόμαστε για την σωτηρία μας! Πόσο αναπαύεται! Και η ίδια όμως πόσο αγωνίστηκε επί της γής με αφανή τρόπο –ενώ ως αναμάρτητη δεν όφειλε να το κάνει– το έκανε όμως για να μας αφήσει παράδειγμα τελείας ασκήσεως.

Ας μιμηθούμε και εμείς την άμεση υπακοή Της, την προσφιλή Της ταπείνωση, την μυστική εσωτερική Της πνευματική εργασία, την πυριφλεγή προσευχή Της, την συνεχή νήψη που ασκούσε, τον θείο έρωτά Της, τον πνευματικό πόνο που ως ρομφαία ένιωσε κάτω από τον Σταυρό του Υιού Της.

Σε όσους αγωνίζονται Αυτή γίνεται «υπέρμαχος σύμμαχος», ασχέτως αν πριν ζούσαν ασώτως. Ας θυμηθούμε ότι και για την οσία Μαρία την Αιγυπτία η Θεοτόκος έγινε η «Εγγυήτρια» για την μετάνοιά της. Και αφού η οσία Μαρία αναχώρησε στην έρημο, όπου εκεί αγωνιζόταν με απαράκλητο τρόπο, η ίδια η Παναγία την παρηγορούσε με τις θείες εμφανίσεις Της.

Ο σύγχρονος άνθρωπος θα πρέπει να αξιοποιήσει την μεσιτεία της Θεοτόκου, η οποία είναι σωστική. Σε κάθε θλίψη και πρόβλημά του να μην ξεχνά ότι υπάρχει «η των θλιβομένων βοηθός, η προστάτις, η αντιλήπτωρ, η παραμυθία των ολιγοψυχούντων» στην οποία μπορεί να προστρέχει και να βρίσκει παρηγορία, άμεση λύση και απάντηση. Να Ευχόμαστε  η Κυρία Θεοτόκος, η οποία «μετέστη προς την Ζωήν», να μας δίδει πάντοτε την ευλογία Της σε όλους  ώστε να περάσουμε την παρούσα ζωή όσο το δυνατόν αβλαβή και ακίνδυνο από τις πλάνες και μεθοδείες του πονηρού και να μάς αξιώσει της επουρανίου βασιλείας του Υιού Της…

(επιμέλεια: Ιωσήφ Κορφιάτης, αναπληρωτής επαρχιακός ΕΛΑΜ Λευκωσίας)