Σιμά στο περίτεχνα λιθόχτιστο πηγάδι κάθεται μία μαυροντυμένη γυναίκα. Ο γέρος που κουβαλά ένα μεγάλο δεμάτι με ξύλα για το τζάκι του, στην εικόνα της παγώνει. Αποπνέει κάτι το απόκοσμο η μορφή της. Το νεαρό κορίτσι, η κόρη του στο ένα του χεράκι κρατά το σκοινί όπου είχε “μπαστώσει” (δέσει) το μικρό ρίφι που το πήραν μαζί τους για να βοσκήσει και στο άλλο ένα πανέρι με καρπούς και φρούτα που μάζεψαν στο δάσος. Σαν τη βλέπει, την προσφωνεί “Μητέρα”. Στρέφει τότε το βλέμμα της επάνω της σαν άκουσε τη φωνή του κοριτσιού να την προσφωνεί έτσι.

Πόσο καιρό, είχε να ακούσει να την φωνάζουν έτσι; Δάκρυσε.

Ο γέρος τη ρώτησε σύμφωνα με το συνήθειο ποια είναι και πως αν θέλει μπορεί να έρθει στη φτωχική καλύβα τους να φάει και να κοιμηθεί. Του αποκρίθηκε πως την είχαν απαγάγει πειρατές. Κατάφερε να τους ξεφύγει και από τότε περιπλανιέται από δω και από κει. Αν θέλει μπορεί να κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Να αναθρέψει αν έχει κάποιο μικρό παιδί.

Τα μάτια του γέρου φωτίστηκαν. Της ομολόγησε πως είχε ένα γιο μικρό και πως ήταν άρρωστος πολύ.

“Μην ανησυχείς”, του είπε η Γυναίκα. “Θα στον κάνω καλά. Ξεδιψάστε. Ξεκουραστείτε μέχρι να μαζέψω κάποια βότανα που θα γιατρέψουν το γιο σου”.

Σα γύρισαν στο σπίτι, η γυναίκα του χωρικού έστρωσε τραπέζι. Ο γέρος, αφού τακτοποίησε τα ξύλα που είχε κόψει, δυνάμωσε τη φωτιά. Η ξένη δεν έφαγε ούτε ήπιε. Μονάχα ζήτησε λίγο γάλα αίγας και παρασκεύασε ένα πιοτό που το ‘δωσε στον μικρό και κείνος έγινε αμέσως καλά…τον Κυκεώνα.

Τούτος είναι ο αρχαίος Μύθος της Θεάς Δήμητρας. Γ(Δ)η μήτερ. Που σαν έμαθε την Αρπαγή της Κόρης της, της Περσεφόνης από τον Άδη, εγκατέλειψε τον Όλυμπο και περιπλανιόταν στις πόλεις και στις ερημιές, έχοντας εγκαταλείψει το έργο της, τη Θεϊκή Αποστολή της, τη Γεωργία μην μπορώντας να απασχοληθεί μ’ αυτό λόγω της Θλίψης της. Και κινδύνεψε να αφανιστεί το Γένος των Ανθρώπων από την έλλειψη της τροφής.

Η Κόρη της που είχε βγει στην εξοχή με τις φίλες της να μαζέψει λουλούδια και άνθη. Μα, σαν η Παράδοση διδάσκει, τούτο είναι σημείο απόκρυφο. Οιωνός συμφοράς, αν δεν πάρεις τα κατάλληλα μέτρα. Ο Βασιλιάς των Νεκρών, σαν την είδε μαγεύτηκε και ανέβηκε στην επιφάνεια της Γης. Την Έκλεψε. Και έγινε η Περσεφόνη, η Βασίλισσα του Κάτω Κόσμου. Μα, ο Ψυχοπομπός Ερμής, ο αγγελιοφόρος του Δία, έπεισε τον Άδη, να της επιτρέψει να ανεβαίνει και να ζει με τη Μητέρα της ώστε η Δήμητρα να πάψει να λυπάται πως δε θα ξαναδεί πια την Κόρη της και να συνεχίσει να συντρέχει τους ανθρώπους στη γεωργία.

Έτσι συμβόλιζαν οι αρχαίοι Έλληνες την εναλλαγή των εποχών. Μα πίσω από το συμβολισμό των εποχών βρίσκεται και ένα άλλο στοιχείο πολύ πιο ισχυρό. Στοιχείο που μαρτυρά την Αδιάκοπτη βιολογική συνέχεια της Φυλής μας στους Αιώνες. Το Αιμάτινο Ποτάμι στο Χώρο και στο Χρόνο. Γιατί την Πρωτομαγιά, ο Λαός μας έχει ως έθιμο να μαζεύει λουλούδια και άνθη και να φτιάχνει στεφάνια απ’ αυτά. Πριν μολυνθούμε από τα “ιερά” ξενόφερτα κηρύγματα των υλιστών σοσιαληστών και άθεων μπολσεβίκων, ο Λαός μας τιμούσε ανέκαθεν την ημέρα αυτή με γιορτή. Δεν έκαναν δουλειές ούτε στα χωράφια, ούτε στα σπίτια. Ήταν η ημέρα που σηματοδοτούσε την οριστική επικράτηση της Άνοιξης. Μα, στη λαϊκή αντίληψη υπήρχε και η πεποίθηση πως ο μήνας ο Μάιος έκρυβε και πολλά κακά, ίσως γιατί “συνηχούσε” με τη λέξη “μάγια”. Έτσι, όταν έφτιαχναν στεφάνια, φρόντιζαν να είναι από δένδρα που κάνουν καρπούς και να τα διακοσμούν με άνθη και λουλούδια. Έτσι για παράδειγμα στο ελληνικότατο Αϊβαλί που δεν είχε καθόλου εβραίους: έβαζαν στο στεφάνι από ένα σκόρδο για το μάτι, ένα αγκάθι για τον εχθρό και ένα στάχυ για την ευφορία (το στάχυ ήταν το κατ’ εξοχήν σύμβολο της Δήμητρας). Στη Σμύρνη, πάλι έφτιαχναν στεφάνι από στάχυ που να ‘χει στάχια πάνω. Κλαδί συκιάς με σύκα πάνω. Κλαδί αμυγδαλιάς με αμύγδαλα φορτωμένο. Ροδιάς με ρόδι και τα προστάτευαν τοποθετώντας ανάμεσα σε μη φανερά σημεία με σκόρδο, για το μάτι πάλι.Το Έθιμο λοιπόν να τιμάμε τον κατ’ εξοχή μήνα της Άνοιξης με στεφάνια από άνθη, είναι έθιμο πανάρχαιο ελληνικό που έπραττε ο Λαός μας διαχρονικά. Τούτο είναι ένα από τα δύο πράγματα που μας διδάσκει ο Μύθος της Αρπαγής της Κόρης που η μορφή της αποτυπώνει στο Αρχέτυπο του Υποσυνείδητου της Φυλής, τούτο το Έθιμο, έντεχνα ειπωμένο από τους Αρχαίους Μύστες της Ελευσίνας.

Το δεύτερο που μπορούμε να διδαχτούμε από το Μύθο της Αρπαγής της Κόρης, είναι αυτό που διασώζει ο Πλούταρχος, ο Ιερέας του Μαντείου των Δελφών, στο έργο του που περιγράφει το διάλογο μεταξύ των επτά πιο σοφών αρχαίων Ελλήνων: ΔΕΙΝΟΝ ΓΑΡ ΕΣΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΔΙΟΛΛΥΜΕΝΗ ΓΑΡ ΑΥΘΥΣ ΑΠΟΛΕΙΠΕΙ ΓΗΝ ΗΜΙΝ ΑΜΟΡΦΟΝ ΚΑΙ ΑΚΑΘΑΡΟΝ, ΥΛΗΣ ΑΚΑΡΠΟΥ ΚΑΙ ΡΕΥΜΑΤΩΝ ΛΗΜΜΕΛΩΣ ΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΥΠ’ ΑΡΓΙΑΣ ΑΝΑΠΛΕΩΝ. ΣΥΝΑΠΟΛΛΥΣΙ ΔΕ ΚΑΙ ΤΕΧΝΑΣ ΠΑΣΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΩΝ ΕΞΑΡΧΟΣ ΕΣΤΙ ΚΑΙ ΠΑΡΕΧΕΙ ΒΑΣΙΝ ΠΑΣΑΙΣ ΚΑΙ ΥΛΗΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΕΙΣΙ ΤΑΥΤΗΣ ΕΚΠΟΔΩΝ ΓΕΝΟΜΕΝΗΣΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: Γιατί θα είναι δεινό και το να διαλυθεί η γεωργία. Γιατί αν αυτή εκλείψει, η γη μας θα είναι άσχημη και βρώμικη, τα ρεύματα θα πλέουν ακανόνιστα εξ αιτίας της αργίας (δηλαδή την εγκατάλειψη της γεωργίας και των αρδεύσεων) και θα κάνουν άκαρπη τη γη. Μαζί της (με τη γεωργία) όμως, θα πεθάνουν και όλες οι τέχνες και οι εργασίες καθώς είναι η πρωτογενής και παρέχει τη βάση και τις πρώτες ύλες ώστε αν αυτή εκλείψει, όλα εκμηδενίζονται.

Αντεπίθεση