Η Βουλή των Αντιπροσώπων, ψηφίζοντας τον τροποποιητικό νόμο για τον καθορισμό των σχολικών εορτασμών τον περασμένο Απρίλιο, με έμμεσο αλλά ξεκάθαρο τρόπο, αποκτά ρόλο και λόγο σε ένα θέμα που ανάγεται στις εξουσίες της εκτελεστικής εξουσίας, εισηγήθηκε ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, αγορεύοντας σήμερα, ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Να υπενθυμίσουμε ότι ο τροποποιητικός νόμος που κρίνεται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν το αποτέλεσμα της τροπολογίας του ΔΗΣΥ για ανατροπή της απόφασης της Βουλής για τον εορτασμό του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950 στα γυμνάσια και λύκεια της χώρας! Τότε, η πρόταση του ΔΗΣΥ πέρασε με την βοήθεια και τις ψήφους του ΑΚΕΛ.

Ως ΕΛΑΜ, από την πρώτη στιγμή καταδικάσαμε την προσπάθεια του ΔΗΣΥ  για ανατροπή της απόφασης της Βουλής και καταδείξαμε την αντισυνταγματικότητα της τροποποίησης που κατέθεσαν οι βουλευτές του.

Σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα ο νόμος «είναι αντίθετος και ασύμφωνος με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που είναι διάχυτη στο Σύνταγμα».

Προέβηκε σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή των νομοθετικών ρυθμίσεων σχετικά με το θέμα υπενθυμίζοντας ότι τα θέματα αυτά ρύθμιζε από ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση με οδηγίες, διατάγματα, κανονισμούς που η ίδια θέσπιζε. Αυτό άλλαξε το 1965 με την ίδρυση του Υπουργείου Παιδείας, οπότε και οι εξουσίες της καταργηθείσας Συνέλευσης κατανεμήθηκαν ανάλογα με τη φύση τους, νομοθετικής στη Βουλή και εκτελεστικής στο Υπουργείο.

Για το νέο άρθρο 11(α) που εισάγεται με την πρόταση νόμου που ψήφισε η Βουλή ο Κ. Κληρίδης ανέφερε ότι εκεί που η εξουσία ήταν στο Υπουργείο Παιδείας για τις σχολικές αργίες και τους καθιερωμένους σχολικούς εορτασμούς για τους οποίους πραγματοποιούνται εκδηλώσεις διάρκειας μέχρι και δύο περιόδων, τώρα θα πρέπει να ρυθμίζονται αποκλειστικά με κανονισμούς.

Δεύτερη αλλαγή, πρόσθεσε είναι ότι η αρμοδιότητα για τον καθορισμό ειδικά των σχολικών επετείων όπου γίνεται ανάγνωση μηνυμάτων διάρκειας μίας περιόδου, το Υπουργείο Παιδείας, που είχε πάντοτε την εξουσία να αποφασίζει θα το πράττει αλλά αυτό θα γίνεται με εγκύκλιο κατόπιν διαβούλευσης.

«Είναι η θέση μας ότι τόσο οι νέες πρόνοιες για ρύθμιση με κανονισμούς, όσο η επιφύλαξη είναι αντισυνταγματικές και άκυρες κατά παράβαση της καθιερωμένης διάκρισης των εξουσιών, αλλά και άλλων άρθρων του Συντάγματος»,  είπε ο Κ. Κληρίδης.

Έθεσε το ερώτημα «τι σημαίνει αυτή η νέα νομοθετική επιταγή για κανονισμούς και εγκυκλίους που υπόκειται σε διαβούλευση;» για να απαντήσει στη συνέχεια ότι σημαίνει ότι η Βουλή αποκτά καθοριστικό ρόλο στον τρόπο ενάσκησης της εκτελεστικής εξουσίας, «ένα ρόλο που δεν είχε ορθά, γιατί δεν της ανήκει».

Ο λόγος που γίνεται επιτακτική με την επίμαχη τροποποίηση, ανέφερε ο ίδιος, είναι επειδή ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του νόμου 99 (Ι) του 1989, ανέφερε, προσθέτοντας ότι ο νόμος αυτός προβλέπει όταν δυνάμει του νόμου το Υπουργικό εκδίδει κανονισμούς αυτοί κατατίθενται στην Βουλή για έγκριση.

Με αυτό τον έμμεσο αλλά ξεκάθαρο τρόπο η Βουλή αποκτά ρόλο και λόγο σε ένα θέμα που ανάγεται στις εξουσίες της εκτελεστικής εξουσίας και συνακόλουθα παραβιάζεται αρχή της διάκρισης των εξουσιών και τα άρθρα 61, 87 και 179 του Συντάγματος.

Ανέφερε ακόμη αναφορικά με την Κανονιστική Διοικητική Πράξη (ΚΔΠ) μέσω της οποίας η Βουλή είχε αρχικά περιλάβει και άλλες επετείους όπως το ενωτικό δημοψήφισμα ενώ, όπως είπε, κάτι τέτοιο δεν είχε προταθεί από την εκτελεστική εξουσία, σημειώνοντας ότι δεν μπορούσε να γίνει αναφορά εκεί εναντίον της ΚΔΠ. Αυτό, είπε ο Γενικός Εισαγγελέας δεικνύει του λόγου το αληθές.

Η Βουλή, πρόσθεσε, νομοθετώντας μετά το πρόβλημα που δημιούργησε η ίδια αντί να έρθει να διορθώσει με ένα νόμο την παρέμβαση, ήρθε και μέσω αυτού του επίμαχου νόμου ουσιαστικά παρενέβη στις εκτελεστικές εξουσίες πλήρως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου συνέρχεται αύριο, Τρίτη, στις 12:00 για να ακούσει την αγόρευση του δικηγόρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Πόλυ Πολυβίου.