Με τον τίτλο “Η Κύπρος έχει καλή επίδοση στην οικονομία, αλλά φτωχή στην πολιτική” επέλεξε οικονομικός συντάκτης των Financial Times να αναφερθεί στις οικονομικές αλλά και στις πολιτικές και γεωπολιτικές συνθήκες. Συγκεκριμένα ο συντάκτης αρχικά έθεσε τα “πολύ καλά” νέα που αφορούν την απόδοση που έχει η έκτακτη διεθνής διάσωση ύψους δέκα δισεκατομμυρίων ευρώ, επισημαίνοντας πως η οικονομική ύφεση από την κατάρρευση του τραπεζικού τομέα είναι λιγότερο σοβαρή από όσο αρχικά φοβούνταν όλοι. Ενώ δεν παραλείπει παράλληλα να αναφερθεί στην πολύ υψηλή ανεργία και στα πολλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια. 

Ως αντιστάθμιση χρησιμοποιεί τις λιγότερο καθησυχαστικές, όπως τις αναφέρει, εξελίξεις σε επίπεδο πολιτικής και γεωπολιτικής. Απαριθμώντας τους “λόγους ανησυχίας” αναφέρεται στην παραίτηση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, σχολιάζοντας πως αυτό είναι κακή ένδειξη για το σεβασμό της ανεξαρτησίας της Τράπεζας, στη διάσπαση του κυβερνητικού συνασπισμού λόγω διαφωνιών ως προς τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, επιρρίπτοντας ευθύνες στον “ισχυρογνώμονα ελληνοκυπριακό εθνικισμό”(;).   Από την πλευρά του ο Υπουργός Οικονομικών, Χάρης Γεωργιάδης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο τηλεοπτικό δίκτυο BBC αγνοώντας όλα τα υπάρχοντα προβλήματα αρκέστηκε στο να δηλώσει πως “Η οργή από μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ίσως να φαινόταν δικαιολογημένη, όμως όταν το bail-in εφαρμοστεί χωρίς συνεκτικό πλαίσιο, τότε η εφαρμογή του θα είναι πολύ προβληματική. Έγιναν πολλές αδικίες και ακόμα προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τις συνέπειες τους”. Εν κατακλείδι το δημοσίευμα αναφέρει πως “ένα χρόνο μετά το κούρεμα οι Κύπριοι νιώθουν ακόμη θυμό για το κλείσιμο της Λαϊκής Τράπεζας αλλά και για την απώλεια των καταθέσεων τους”.   Ως αντιστάθμισμα των ως άνω που μοναδικό στόχο έχουν να ωραιοποιήσουν τις τραγικές συνέπειες που επέφεραν τα πειράματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κυβερνώντων μας έρχονται να σταθούν οι προβλέψεις της Ernst & Young, σύμφωνα με τις οποίες το κυπριακό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αναμένεται να παρουσιάσει επιπρόσθετη πτώση με ρυθμό 4% κατά το 2014 και 0,5% το 2015, πριν η οικονομία επιστρέψει σε ρυθμούς μέτριας ανάπτυξης το 2016.   Συγκεκριμένα αναφέρεται πως η ανάκαμψη αναμένεται να είναι μέτρια, με την ανάπτυξη να προβλέπεται κατά μέσο όρο στο 1,2% μεταξύ των ετών 2016 – 2018. Αξίζει να τονίσουμε όπως αναφέρεται και στην έκθεση πως η ΕΥ αναθεώρησε προς το θετικότερο τις προβλέψεις της για την κυπριακή οικονομία. Στην τριμηνιαία έκθεση, η οποία παρουσιάζει τις προβλέψεις για την οικονομία της Ευρωζώνης στο σύνολο της, αλλά και της κάθε χώρας-μέλος ξεχωριστά, η ΕΥ αναφέρει ότι, παρά τις θετικότερες από τις αναμενόμενες επιδόσεις της κυπριακής οικονομίας, εντούτοις οι προκλήσεις που καλείται η χώρα να αντιμετωπίσει παραμένουν πολλές.   Η ΕΥ σε σχέση με την ανεργία, προβλέπει περαιτέρω επιδείνωση από το ποσοστό του 17% που καταγράφηκε από τη Στατιστική Υπηρεσία της Κύπρου το τέταρτο τρίμηνο του 2013. Η ΕΥ προβλέπει ότι η ανεργία θα φτάσει στο ψηλότερο της σημείο, στο 19,4% του ενεργού εργατικού δυναμικού το 2015, ενώ από το 2016 αναμένει σταδιακή αποκλιμάκωση της ανεργίας. Η Έκθεση της ΕΥ αναφέρει ότι, ενώ οι προοπτικές της οικονομίας δεν είναι τόσο δυσοίωνες όσο είχε αρχικά εκτιμηθεί από διάφορους φορείς, εντούτοις παραμένουν αβέβαιες και σημειώνει ότι το χρηματοοικονομικό σύστημα είναι ακόμη ευάλωτο λόγω του ψηλού επιπέδου μη εξυπηρετούμενων δανείων, επισημαίνοντας παράλληλα πως η κατανάλωση συνεχίζει να βρίσκεται κάτω από πίεση λόγω της αυξανόμενης ανεργίας, των προσπαθειών για εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και την πτώση των μισθών.   Μετά από όλα τα δεινά η ανάκαμψη συνεχίζει να παρουσιάζεται εύθραυστη και οι κυβερνώντες αδυνατούν πλήρως στο να βρουν τρόπους άμεσης εξόδου της χώρας από το μνημόνιο και την καταστροφική πολιτική των διεθνών τοκογλύφων, αφήνοντας τον λαό στο έλεος των δυσοίωνων προβλέψεων και του αβέβαιου μέλλοντος. Η κυπριακή οικονομία μπορεί και πρέπει να αναπτυχθεί εκ των έσω, με την ανάπτυξη της πρωτογενούς και της δευτερογενούς παραγωγής.  Με το να περιμένουμε λύσεις και βοήθεια συνεχώς από τους δανειστές, δεν θα οδηγήσει σε κάτι περισσότερο από αυτό που βιώνουμε εφόσον θα ανακυκλώνουμε μονίμως τις ίδιες καταστάσεις και τα ίδια προβλήματα.