Ο Ευριπίδης υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του Δημόκριτου και του Ηράκλειτου, ενώ μελετούσε πολύ και διατηρούσε μια πλουσιότατη βιβλιοθήκη, κάτι που γίνεται αντιληπτό από το εύρος των γνώσεων του, το οποίο βρίσκεται διάχυτο στο έργο του. Αν και απείχε από την ενεργή πολιτική δράση, ενδιαφερόταν και παρατηρούσε προσεκτικά τα πολιτικά γεγονότα και τα καίρια ζητήματα που απασχολούσαν τους Αθηναίους, επιδεικνύοντας μεγάλο ζήλο στην διδαχή των υγιών πολιτικών του θεωριών και παρουσιάζοντας την δική του θέση και άποψη μέσα από τα έργα του.

Χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας και των πεποιθήσεων του ήταν ότι αποδοκίμαζε την άκρατη οχλοκρατία και καταφερόταν εναντίον της ολιγαρχίας και των εκπροσώπων της, τόσο των πλουσίων, όσο και των αλαζόνων και των σκληρών γενικότερα. Επίσης, κατέκρινε τους δημαγωγούς που παράσερναν τα πλήθη στον όλεθρο, θεωρώντας ότι έπρεπε να επικρατήσει μια μέση τάξη πολιτών, τους οποίους αποκαλούσε σωτήρες της πόλεως και σταθερούς φύλακες της τάξεως. Ακόμη, χαρακτηριζόταν από φλογερή αγάπη για την πατρίδα του, γεγονός που εγκωμιάζει και ο ρήτορας Λυκούργος, ενώ με την πρώτη ευκαιρία έσπευδε να καυτηριάσει τους εχθρούς της πατρίδας του, τους Λακεδαιμόνιους. Αξιοσημείωτο είναι, δε, ότι η νεολαία τον εκτιμούσε βαθύτατα, προσφωνώντας τον «σοφότατο».

Το έργο του είναι σφραγισμένο από δυο πολύ σημαντικές περιόδους της αρχαιότητας. Από την λαμπρή εποχή πριν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, που η τραγωδία έχει φτάσει στην ακμή της με τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, καθώς και από την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου, όπου ο Ευριπίδης δημιούργησε ένα μεγάλο μέρος του έργου του, αμφισβητώντας τις καθιερωμένες αξίες. Αν και ήταν ανοιχτός στην επίδραση της πνευματικής Αθήνας, διατήρησε την πνευματική του ακεραιότητα, διατυπώνοντας συχνά στις πνευματικές αντιλήψεις της εποχής του διάφορες επικρίσεις. Η καινοτόμα σκέψη του τον έκανε ιδιαίτερα αγαπητό στους νέους, σε αντίθεση με τους συντηρητικούς που τον συκοφάντησαν. Ήταν ένα ανήσυχο και αδέσμευτο πνεύμα, που βρισκόταν σε μια διαρκή αναζήτηση για νέες μορφές έκφρασης και νέους τρόπους πραγμάτωσης της τραγωδίας.

Ειδικότερα, σε ότι αφορά το έργο του, εκτός από ένα επινίκιο που συνέγραψε για τον Αλκιβιάδη όταν κηρύχθηκε νικητής στις αρματοδρομίες και μια ελεγεία αφιερωμένη στους Αθηναίους που έπεσαν στην καταστρεπτική εκστρατεία των Συρακουσών, συνέγραψε συνολικά ενενήντα δύο δράματα και είκοσι τρεις τετραλογίες. Ωστόσο, στα χρόνια των βιογράφων του σώζονταν μόνο τα εβδομήντα οχτώ, εκ των οποίων τα οχτώ ήταν σατυρικά. Μερικά εκ των πλέον γνωστών έργων του είναι η «Ηλέκτρα», η «Μήδεια»,η«Ιφιγένεια», οι «Τρωάδες», οι «Φόνισσαι», η«Εκάβη», η«Ελένη», οι«Ηρακλείδαι», οι«Ικέτιδες» και οι «Βάκχαι». Ακόμη, αξίζει να αναφερθεί ότι στον ανδριάντα του τραγικού ποιητή που βρίσκεται στο Μουσείου του Λούβρου, όπου ο Ευριπίδης παρουσιάζεται καθήμενος, αναγράφονται στο πίσω μέρος του με αλφαβητική σειρά τριάντα επτά δραματικά του έργα, μέχρι το έργο του με τίτλο «Ορέστης». Σήμερα, ωστόσο, μας παραδίδονται ακέραια μονάχα δεκαεννέα συγγράμματα του, στα οποία περιλαμβάνεται και ένα σατυρικό, με τίτλο «Κύκλωψ».

Ο Ευριπίδης μέσω των συγγραμμάτων του, ο «από σκηνής φιλόσοφος» όπως τον αποκαλούσαν, απεικονίζει την τραγικότητα των εσωτερικών συγκρούσεων και αποδίδει μοναδικά την ποικιλία των ψυχικών παθών και των διακυμάνσεων της συνείδησης. Τόσο το έργο των σοφιστών, όσο και οι νέες ιδέες και τα καινούρια προβλήματα συνυπάρχουν στα έργα του, αντικατοπτρίζοντας την αμφισβήτηση και τις πνευματικές έριδες της εποχής του. Τέλος, λέγεται ότι ασχολήθηκε και με την ζωγραφική, καθώς και ότι τα έργα του παρουσιάστηκαν στα Μέγαρα, με την ικανότητα του αυτή να την μαρτυρούν πλείστες εικόνες στις τραγωδίες του.