Τα γεγονότα που ακολούθησαν την εκλογή Ακιντζί, η ταχύτητα με την οποία τέθηκε σ’ εφαρμογή μια συντονισμένη και με σαφείς στόχους επικοινωνιακή πολιτική από πλευράς ηγεσίας Ε/κ, Τ/κ και Η.Ε., αλλά και η συμφωνία για άμεσο πάγωμα των οποιωνδήποτε ενεργειών στην κυπριακή ΑΟΖ (η συμφωνία είναι πλέον αυταπόδεικτη, αφού το τρυπάνι επέστρεψε από τις «διακοπές» αλλά, με νόημα, δεν εργάζεται εντός της κυπριακής ΑΟΖ), αποτελούν σαφείς ενδείξεις ότι η εκλογή του κ. Ακιντζί στην ηγεσία των Τ/κ δεν ήταν καθόλου τυχαία. Αποτελούσε επιδίωξη και μέρος σχεδίου κάποιων παραγόντων (όχι κατ’ ανάγκην ξένων) με στόχο να δοθεί νέα ώθηση στις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού.

Η δε «αποστασιοποίηση» της Άγκυρας απο τις εκλογές γι’ ανάδειξη της νέας ηγεσίας των Τ/κ καταδεικνύει ότι αυτός ο σχεδιασμός είχε και τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας. Δεν θα ήταν δυνατόν, χωρίς προετοιμασία, να τεθεί σε εφαρμογή αμέσως μετά την εκλογή Ακιντζί μια τόσο συντονισμένη επικοινωνιακή πολιτική, με τόσο συντονισμένη και συγκεκριμένη στόχευση και συνθηματολογία, που να εκφωνείται ταυτόχρονα και πιστά απο όλους τους εμπλεκόμενους στις συνομιλίες. Η επικοινωνιακή αυτή τακτική έχει τρεις συγκεκριμένες παραμέτρους και τρεις συγκεκριμένους ρόλους για Αναστασιάδη, Ακιντζί και Έιντε:

(α) Να πεισθούν οι Ε/κ από την ηγεσία τους (και όχι από τους ξένους) ότι η λύση θα ικανοποιεί τις βασικές τους επιδιώξεις (δημοκρατική, βασιζόμενη στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, με πλήρη σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα για όλους τους πολίτες).

(β) Να πεισθούν οι Τ/κ από τη δική τους ηγεσία ότι η λύση θα ικανοποιεί και τις δικές τους βασικές επιδιώξεις (πολιτική ισότητα, διζωνικότητα με εξασφαλισμένες πλειοψηφίες, «ασφάλεια»).

(γ) Να επιβεβαιώνουν τα Η.Ε. διά του κ. Έιντε ότι αυτά που ο κάθε ηγέτης προβάλλει στη δική του πλευρά ως επιτυχίες είναι ορθά και ισχύουν. Ο στόχος αυτής της επικοινωνιακής τακτικής είναι αυτονόητος: να δημιουργηθεί ένα αίσθημα ευφορίας ότι προχωρούμε προς την κατεύθυνση της λύσης και ότι η κάθε πλευρά θα εξασφαλίσει το μέγιστο δυνατό υπό τις περιστάσεις αφού, τουλάχιστον, οι βασικές επιδιώξεις της θα ικανοποιηθούν. Αυτό, δηλαδή, που ο κ. Αναστασιάδης, ο κ. Ακιντζί αλλά και ο κ. Έιντε μας επαναλαμβάνουν με κάθε ευκαιρία περί επίτευξης λύσης που δεν θα έχει χαμένους («win-win situation»).

Δυστυχώς, όμως, το πιο πάνω σενάριο αποτελεί, όπως ήδη ανεφέρθη, μια επικοινωνιακή πολιτική για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου και τα προβαλλόμενα συνθήματα από πλευράς του Προέδρου Αναστασιάδη πόρρω απέχουν από την πραγματικότητα. Η αντίφαση, λοιπόν, που δημιουργείται μεταξύ της πλασματικής εικόνας, που παρουσιάζεται για επικοινωνιακούς σκοπούς, και της πραγματικότητας αφήνει τον Πρόεδρο Αναστασιάδη έκδηλα εκτεθειμένο. Για χάριν παραδείγματος, αρκεί να αναφερθούμε στα όσα ο ίδιος ο Πρόεδρος ισχυρίζεται αναφορικά με τη διζωνικότητα του «νέου» κράτους και την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κοινοτικού κεκτημένου. Ισχυρίζεται ο Πρόεδρος ότι η διζωνικότητα στο «νέο» κράτος, υπό την έννοια της αριθμητικής πλειοψηφίας και της πλειοψηφίας ιδιοκτησίας περιουσίας, θα πρέπει να είναι εξασφαλισμένη και, ταυτόχρονα, ισχυρίζεται ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα θα τυγχάνουν πλήρους σεβασμού, χωρίς τους οποιουσδήποτε περιορισμούς για όλους τους πολίτες.

Εδώ υπάρχει μια ξεκάθαρη αντίφαση. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει πλήρης εφαρμογή του δικαιώματος των Ε/κ για εγκατάσταση στη ζώνη που θα τελεί υπό Τ/κ διοίκηση, όταν θα υπάρχει εγγυημένη πλειοψηφία τ/κ πληθυσμού στην εν λόγω ζώνη; Εάν υποθέσουμε ότι ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός είναι 250.000, αυτό σημαίνει ότι μόνο 249.999 Ελληνοκύπριοι θα έχουν το δικαίωμα εγκατάστασης στην τ/κ ζώνη. Οι υπόλοιποι 600.001 των Ε/κ δεν θα έχουν αυτό το δικαίωμα. Συνεπώς, η πραγματικότητα είναι ότι ούτε το ευρωπαϊκό κεκτημένο ούτε και τα ανθρώπινα δικαιώματα θα τυγχάνουν εφαρμογής.

Άλλη μια αντίφαση αφορά τη «δημοκρατικότητα» της λύσης την οποία επικαλείται ο κ. Αναστασιάδης. Πώς είναι δυνατόν μια λύση να θεωρείται δημοκρατική, όταν ο πολίτης δεν θα μπορεί να ψηφίσει ελεύθερα αυτόν τον οποίο θεωρεί ως τον πλέον κατάλληλο για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας και θα είναι αναγκασμένος να ψηφίζει Πρόεδρο που θα προέρχεται από τη μια ή την άλλη κοινότητα, ανάλογα με το ποια κοινότητα θα έχει σειρά να ασκήσει τα καθήκοντα του Προέδρου. Βεβαίως, η Κυβέρνηση, προς το παρόν, ισχυρίζεται ότι δεν αποδέχεται την εκ περιτροπής προεδρία. Ο κ. Ακιντζί, όμως, άλλα λέει.

Μια τελευταία αντίφαση που αξίζει αναφοράς αφορά των ισχυρισμό του Προέδρου, ότι το «νέο» κράτος που θα προκύψει θα είναι μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για να είναι το «νέο» κράτος μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας θα πρέπει το «νέο» κράτος να προκύψει από τροποποίηση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όμως, δεν άκουσα τον κ. Αναστασιάδη να λέει κάτι τέτοιο και απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι δεν υπάρχει καν πρόθεση να γίνει κάτι τέτοιο. Αν, λοιπόν, το «νέο» κράτος προκύψει επί τη βάσει ενός νέου Συντάγματος, το οποίο δεν θα αποτελεί τροποποίηση του υφιστάμενου Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τότε, θα πρόκειται περι ενός καινούργιου κράτους και όχι περί μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Με βάση, λοιπόν, την απλή λογική των αριθμών αλλά και του κοινού ανθρώπινου μυαλού, καθίσταται ξεκάθαρο ότι αυτά που διαβεβαιώνει ο κ. Αναστασιάδης τους Ε/κ δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, αλλά αποτελούν απότοκο της επικοινωνιακής πολιτικής που συμφωνήθηκε να ακολουθηθεί μεταξύ των εμπλεκομένων στις διαπραγματεύσεις, ώστε να διαμορφωθεί μια θετική κοινή γνώμη, ικανή να εγκρίνει τη λύση στην οποία θα καταλήξουν οι ηγέτες των 2 κοινοτήτων. Και η λύση αυτή φαίνεται ξεκάθαρα ότι ουδόλως διαφοροποιείται από το Σχέδιο Ανάν το οποίο, εν πάση περιπτώσει, ικανοποιούσε, και φαίνεται ότι εξακολουθεί να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας αλλά και του κ. Ακιντζί.

Πάρης ΣπανόςΔικηγόρος