Πέρασε μισός αιώνας σε μια στιγμή. Λες και έμειναν όλα αναλλοίωτα. Το σκηνικό ματώνει την ψυχή. Και στριφογυρίζει στο μυαλό η στιγμή που προφανώς ένας μεταλλικός λοστός σε κτύπησε με δύναμη στο αριστερό μήλο, λίγο πιο πάνω από την αριστερή σιαγόνα. Τα χέρια σου ήταν δεμένα και αυτό διαπιστώνεται από τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν όταν σε βρήκε το Συνεργείο της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων (ΔΕΑ). Δεμένα πίσω. Το τρεμάμενο χέρι της αδελφής σου χαϊδεύει το κρανίο σου: «Αδελφέ μου… αδελφέ μου…».

Και ένα παρατεταμένο αναφιλητό και ύστερα γοερό κλάμα. Και μετά η άλλη αδελφή να σκύβει και να σε αγκαλιάζει όπως δεν σε αγκάλιασε ποτέ. Ωσάν να είσαι βρέφος που ξεψύχησε στα χέρια της μάνας του. Και ο αδελφός σου που ταξίδεψε από τις Ηνωμένες Πολιτείες για το ύστατο χαίρε. Και ο δεύτερος σου αδελφός που σε αναζητεί εδώ και δεκαετίες. Και συχνά-πυκνά θυμάται την ημέρα που πήγες με το ποδήλατο σου στην οδό Ερμού για να αγοράσεις εξαρτήματα όπως σου παρήγγειλε το αφεντικό σου. Εκείνη την ημέρα που σε περίμενε και δεν γύρισες. Δεν γύρισες ποτέ.

Και οι σκέψεις μαστιγώνουν το μυαλό των συγγενών. Άραγε πέθανε με ένα και μοναδικό κτύπημα; Και βγαίνει από το στόμα η αβίαστη ερώτηση που όλοι σκέφτηκαν αλλά εξέφρασε μόνο ένας: Μήπως δεν πέθανες με το ένα κτύπημα που προδίδουν τα ευρήματα; Μήπως σε έθαψαν ζωντανό; Στη φωτογραφία μέσα στον επιφανειακό λάκκο που σε έθαψαν μοιάζεις να κοιμάσαι, εσύ ο Αντώνης Συμεωνίδης ο οποίος απήχθης στις 30 Ιουλίου 1964 σε ηλικία 19 ετών και βρέθηκες θαμμένος μαζί με δεύτερο άτομο. Όμως, εκείνη την ημέρα μόνο εσύ απήχθης. Πού βρέθηκε ο άλλος; Ποιος είναι; Συνέλαβαν πρώτα εσένα και σε κράτησαν μέχρι που απήγαγαν και τον άλλο και σας δολοφόνησαν μαζί ή το αντίθετο; Ερωτήσεις, πολλές ερωτήσεις και πολλά γιατί; Τα κόκαλα που αποτελούν το σκελετό σου παρατεταγμένα σε ένα τραπέζι, ωσάν να είναι έτοιμα για επιθεώρηση. Τα αδέλφια σου, σου έφεραν βασιλικό και γιασεμί, τα απέθεσαν δίπλα από το λείψανο σου να μυριστείς κάτι από τον κήπο των γονιών σου, που φύτρωσαν στο χώμα της πατρώας γης όπου μεθαύριο Κυριακή θα σε δεχθεί στην αγκαλιά της.

Ο αδελφός του Αντώνη, Χάρης Συμεωνίδης, επισκέφθηκε το Ανθρωπολογικό εργαστήρι δεκαπέντε φορές, όταν εντοπίστηκαν οστά άλλων αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής και της περιόδου 1963-1964 και χθες όταν πλησίασε την είσοδο, λειτουργός της ΔΕΑ απευθύνθηκε προς αυτόν και του είπε: «Σήμερα είναι η σειρά σας». «Ναι, ήρθε η σειρά μας», απάντησε ο κ. Συμεωνίδης.

Η ενημέρωση από τους λειτουργούς της ΔΕΑ αρκετά κατατοπιστική και λεπτομερής. Οι πληροφορίες μιλούσαν για αγνοούμενους του 1974 στην περιοχή Χαμίτ Μάντρες. Εντοπίστηκαν εφτά διαφορετικές ταφές και στους εφτά λάκκους βρέθηκαν δεκαέξι λείψανα.

Το λείψανο του Αντώνη βρέθηκε στη δεύτερη ταφή. Ο εκσκαφέας έκοψε κατά λάθος τα οστά των κάτω άκρων. Παρελήφθησαν όλα τα οστά και κοσκινίστηκε το χώμα, ώστε να μη μείνει τίποτε. Από το σημείο της εκταφής πέρασε ο αυτοκινητόδρομος Λευκωσίας-Αμμοχώστου και ίσως είναι ευτύχημα το ότι οι αγνοούμενοι εντοπίστηκαν πριν την έναρξη των κατασκευαστικών έργων. Ο χώρος είχε χρησιμοποιηθεί ως πεδίο βολής ενώ μεταγενέστερα απορρίπτονται ελαστικά και άλλα αντικείμενα. Η διαδικασία εκσκαφής διήρκεσε περίπου οκτώ μήνες.

Η απαγωγή του Αντώνη

Ο αδελφός του, Χάρης Συμεωνίδης, αφηγήται τι συνέβη εκείνη την ημέρα. Ο Αντώνης πήγε με το ποδήλατο για να αγοράσει εξαρτήματα για λογαριασμό του εργοδότη του και απήχθη στην οδό Ερμού. Ήταν άοπλος και με τα ρούχα της δουλειάς. Απήχθη στις 30 Ιουλίου 1964. Στην ίδια περιοχή απήχθησαν άλλα πέντε άτομα. Ο κ. Χάρης Συμεωνίδης θεωρεί ότι οι αρμόδιοι επέδειξαν αδιαφορία και προσθέτει: Ενδεικτικό της αδιαφορίας της πλευράς μας είναι ότι επί δεκαετίες δεν ελήφθη καν κατάθεση από τον εργοδότη του αδελφού μου για να πει ότι «τον έστειλα να φέρει εξαρτήματα από την τάδε περιοχή και δεν επέστρεψε». Όταν αναζητήθηκε το 2006, ήταν ήδη νεκρός.

Θυμούνται το σπασμένο δόντι

Βρέθηκε ένα δόντι σπασμένο, λέει η λειτουργός της ΔΕΑ και όλα τα αδέλφια το θυμούνται. Ναι, ένα από τα δεξιά μπροστινά δόντια. Το έσπασε όταν κτύπησε σε ένα ντεπόζιτο νερού, σε ηλικία περίπου δέκα ετών.

Η μύτη είχε τραύμα και όταν δολοφονήθηκε η πληγή δεν είχε επουλωθεί ακόμη. Είχε τραυματιστεί πριν συλληφθεί ή τον κτύπησαν όταν τον συνέλαβαν και τον κράτησαν για κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να τον δολοφονήσουν, αλλά το τραύμα δεν είχε επουλωθεί;

Σε όλα τα λείψανα που έχουν εκταφεί από τη συγκεκριμένη περιοχή, φαίνεται πως τα χέρια ήταν δεμένα πίσω. Ίσως τότε τους έδεναν με κάποιο μη συνθετικό υλικό και γι’ αυτό δεν διατηρήθηκε μέσα στο χώμα.

ΠΗΓΗ