Ο Δημητράκης Δημητριάδης, ο μικρός ήρωας όπως τον αποκαλεί ο Διγενής, ήταν μόλις επτά χρονών, μαθητής στη Β΄ τάξη του δημοτικού σχολείου, όταν τον πυροβόλησε Άγγλος στρατιώτης κατά τη διάρκεια διαδήλωσης. Οι γονείς του ήταν χωρισμένοι, η μητέρα του έφυγε για την Αγγλία και ο Δημητράκης ζούσε με τη γιαγιά του Χρυσταλλού Μιχαήλ Κουτέ και πουλούσε λουλούδια, για να εξοικονομήσει τα προς το ζην. Ήταν παιδί ήρεμο, αλλά πολύ ριψοκίνδυνο.

Μετά την εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, του Μητροπολίτη Κυπριανού, του Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου και του Πολύκαρπου Ιωαννίδη, στις 9 Μαρτίου 1956, επικρατούσε στη Λάρνακα, όπως και σε όλη την Κύπρο, μεγάλος αναβρασμός. Οι μαθητές και ο μαθήτριες όλων των σχολείων κατήλθαν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Στις 14 Μαρτίου 1956 τα παιδιά της Αστικής Σχολής Καλογερά, όπου φοιτούσε και ο Δημητράκης, ακολούθησαν μαθητές του Εμπορικού Λυκείου, σε μια μαχητική διαδήλωση. Κινητοποιήθηκαν δυνάμεις ασφαλείας και οι διαδηλωτές κατέφυγαν στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου και άρχισαν να κτυπούν τις καμπάνες. Οι στρατιώτες περικύκλωσαν την εκκλησία και έριχναν δακρυγόνες βόμβες εναντίον των μαθητών που τους λιθοβολούσαν.

Μια ομάδα παιδιών, μεταξύ των οποίων και ο Δημητράκης, κατέφυγαν στην οδό Λέοντος του Σοφού, όπου τους προσπέρασε στρατιωτικό αυτοκίνητο με οπλισμένους στρατιώτες και προχώρησε στην οδό Νικολάου Ρώσου, τώρα Δημητράκη Δημητριάδη. Οι στρατιώτες κατέβηκαν από το αυτοκίνητό τους και ταμπουρώθηκαν πίσω από τον τοίχο της γωνιάς του δρόμου. Τα μεγαλύτερα παιδιά αποχώρησαν φωνάζοντας και στο Δημητράκη να τους ακολουθήσει. Εκείνος όμως εξακολούθησε να λιθοβολεί και ένας από τους στρατιώτες τον σημάδεψε στο κεφάλι. Η σφαίρα πέρασε λίγο πιο πάνω από το δεξί μάτι. Οι μαθητές τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.