Λέγω πρώτον, ότι χρεωστείς Χριστιανέ, καθό χριστιανός να αγαπάς και να ευεργέτης την Πατρίδα.

Σε προστάζει ο θείος νόμος «αγαπήσεις τον πλησίον ως σεαυτόν». Πλησίον σου είναι βέβαια πας άνθρωπος, αλλά ποίος δύναται να είναι πλησιέστερός σου παρά τους συγγενείς, και ομοπίστους και συμπολίτας σου; Ούτοι είναι αδελφοί σου, οίτινες… συγκατοικούσι μετά σου εις μίαν και την αυτήν χώραν, ωσάν εις μίαν και την αυτήν οικίαν ούτοι έχουσι τον αυτόν και συ πατέρα, τον Θεόν την αυτήν και συ μητέρα, την Εκκλησίαν, το αυτό γενέθλιον έδαφος, και τας αυτάς τροφάς, τους αυτούς νόμους, τους αυτούς άρχοντας και ποιμένας και διδασκάλους, τας αυτάς προς σε κοινάς και πανηγύρεις και απολαύσεις, και λύπας και χαράς. Όσον λοιπόν ειλικρινέστερον αγαπάς τους συμπατριώτας και την Πατρίδα, τόσον βεβαιότερον εκπληρώνεις τον νόμον του Θεού.   Καί πάλιν εξ εναντίας, όσον αμελείς και προδίδεις πολλάκις της Πατρίδος τα συμφέροντα, τόσον εξελέγχεσαι παραβάτης του θείου νόμου, και του πλησίον σου εχθρός, χειρότερον άπιστου – «ει τις των ιδίων και μάλιστα των οικείων ου προνοεί την πίστιν ήρνηται, και έστιν…απίστου χείρων».   Κωνσταντίνου Οικονόμου, ο εξ Οικονόμων (1780-1857)