Ένας άνθρωπος-θύελλα με αδάμαστη θέληση, ένας φλογερός πατριώτης…

Εθνικός αγωνιστής, αρχιεπίσκοπος Κύπρου από το 1947 μέχρι το 1950, και πιο πριν επίσκοπος Κυρηνείας από το 1917 μέχρι το 1947. Είναι γνωστός ως Μακάριος Μυριανθεύς επειδή καταγόταν από την Μαραθάσα. Γεννήθηκε στο χωριό Πρόδρομος το 1870 και πέθανε στη Λευκωσία το 1950. Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Χαραλάμπους Παπαϊωάννου. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στο χωριό του και στη συνέχεια φοίτησε στη Σχολή Λεμύθου. Συνέχισε δε τις σπουδές του στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας. Το 1895 χειροτονήθηκε διάκονος, με το όνομα Μακάριος και εστάλη στο εξωτερικό για ανώτερες σπουδές. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.

Το 1900 ενεγράφη στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1905 πήγε στη Γενεύη για μεταπτυχιακές σπουδές και μετά το 1908 επιστρέφει στην Κύπρο. Διορίστηκε ιεροκήρυκας της μητροπόλεως Κιτίου. Αργότερα το 1911 πήγε στην Αλεξάνδρεια για να εργαστεί. Εκεί ο πατριάρχης τον προεχείρισε σε ιερέα και αρχιμανδρίτη. Το 1912 κατετάγη ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων, υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιεροκήρυκας και διακρίθηκε. Τιμήθηκε με τον Αργυρούν Σταυρό του Σωτήρος και με μετάλλιο. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1915 και διορίστηκε αρχιμανδρίτης της Αρχιεπισκοπής και γραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Στο θρόνο Κερύνειας, εξελέγη ο Μακάριος στις 20/03/1917.

Επίσκοπος Κερύνειας: Ως επίσκοπος Κερύνειας υπηρέτησε για 30 ολόκληρα χρόνια, από το 1817 μέχρι το 1947. Κατά την περίοδο όμως από το 1931 μέχρι το 1946 (15 χρόνια) βρισκόταν στη εξορία.

Ο Μακάριος ήταν αδιάλλακτος μαχητής, τασσόμενος ενάντια σε κάθε είδους συμβιβασμό με τους Βρετανούς αποικιοκράτες και υπέρ λύσεως του προβλήματος της Κύπρου με άμεση και άνευ όρων ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Ο Μακάριος ήταν ο δημιουργός και ο σφυρηλάτης των αδιάλλακτων ενωτικών κύκλων που είχαν προπύργιο τους την μητρόπολη της Κερύνειας, επί τα ίχνη του δε αυτά βάδισε και ο διάδοχος του στον επισκοπικό θρόνο της Κερύνειας επίσκοπος Κυπριανός. Ως εθνικός ηγέτης, ο Μακάριος ήταν άκαμπτος και ασυμβίβαστος, όμως τίμιος ταυτόχρονα, αγνός και ειλικρινής αγωνιστής. Εκτός από την συμμετοχή του ως εθελοντή στους Βαλκανικούς πολέμους, διενήργησε μεταξύ 1926 και 1928 εκτεταμένης κλίμακας εράνους στην περιφέρεια του, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει το όχι ευκαταφρόνητο για την εποχή ποσόν των 2.800 λιρών. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού διατέθηκε για την ενίσχυση της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας. Ένα αεροπλάνο που αγοράστηκε, ονομάστηκε τιμητικά «Κυρήνεια».

Ο Μακάριος διακρινόταν για τους φλογερούς πατριωτικούς λόγους και ομιλίες του. Εργάστηκε επίσης για την προώθηση της εκπαίδευσης στην επισκοπική του περιφέρεια, όπου ίδρυσε σχολεία και ενίσχυσε τα υφιστάμενα. Λιτός και ολιγαρκής ο ίδιος, αλλά και αυστηρός στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενδιαφέρθηκε ακόμη για την ύπαιθρο, την γεωργία αλλά και την εξύψωση του λαού και του κλήρου. Για τους κληρικούς της περιφέρειας του, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την παροχή 13ου μισθού. Ίδρυσε επίσης εκκλησίες και ανακαίνισε άλλες.

Η εθνική και υπέρ ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα έντονη και μαχητική δραστηριότητα του Μακαρίου, τον οδήγησε στην εξορία τον Οκτώβρη του 1931, αμέσως μετά την εξέγερση την γνωστή με την ονομασία Οκτωβριανά. Ήταν ένας από τους δέκα Κύπριους πολιτικούς ηγέτες που είχαν εξοριστεί τότε, αφού θεωρήθηκαν από τους πρωταγωνιστές της εξεγέρσεως κατά των Βρετανών.

Συνελήφθη στις, 26 Οκτωβρίου, κι εστάλη στην εξορία, για να εγκατασταθεί τελικά στην Ελλάδα. Εγκατεστημένος στην συνοικία Παγκράτι των Αθηνών, έζησε εκεί τα δεινά του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και την εμπειρία της γερμανοϊταλικής κατοχής.

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, και υπό τις νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί, ήρθε το διάταγμα εξορίας του Μακαρίου. Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο, στις 22 Δεκέμβρη του 1946, όπου και του επεφυλάχθη ενθουσιώδης υποδοχή. Στο μεταξύ ο τοποτηρητής Λεόντιος ηγείτο πρεσβείας που είχε πάει στο Λονδίνο, κι έτσι ο Μακάριος ανέλαβε αμέσως ως προεδρεύων του Συμβουλίου Εθναρχίας. Μεταξύ άλλων, προήδρευσε μεγάλου συλλαλητηρίου που οργανώθηκε στη Λευκωσία στις 16.2.1947 προς ενίσχυση του έργου της υπό τον Λεόντιο πρεσβείας.

Ο Μακάριος αρχιεπίσκοπος Κύπρου: Δυστυχώς ο Λεόντιος πέθανε 36 μόνο ημέρες μετά την εκλογή του στο αρχιεπισκοπικό αξίωμα.

Η Κυπριακή Εκκλησία δεν είχε προλάβει ακόμη να αναδιοργανωθεί πλήρως και μετά τον θάνατο του Λεοντίου (26 Ιούλη 1947), ο Κυρηνείας Μακάριος παρέμεινε ως ο μόνος νέος υποψήφιος αρχιεπίσκοπος, ενώ είχε αναλάβει και ως τοποτηρητής. Η κυπριακή Αριστερά, που αντιπολιτευόταν τον Μακάριο, ετάχθη κατά της υποψηφιότητας του και προέβαλε ως δικό της υποψήφιο τον (παρεπιδημούντα ακόμη) «εξωκλιματικό» μητροπολίτη Δέρκων Ιωακείμ. Ο τελευταίος, αν και άφησε να εννοηθεί ότι θα αποδεχόταν τυχόν εκλογή του, αναγκάστηκε ωστόσο να αναχωρήσει από την Κύπρο εσπευσμένα, κατόπιν εντολής του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στο οποίο ανήκε και το οποίο ευνοούσε την εκλογή του Κυρηνείας Μακαρίου ως νέου αρχιεπισκόπου, πράγμα που ανοικτά υποστήριξε και η Αθήνα. Το οικουμενικό πατριαρχείο απέστειλε τότε στην Κύπρο δύο άλλους ιεράρχες του, τους μητροπολίτες Περγάμου Αδαμάντιο και Σάρδεων Μάξιμο, για τη συμπλήρωση του αριθμού των απαραίτητων τριών μητροπολιτών προς εκλογή αρχιεπισκόπου. Έτσι παρά το ότι η Αριστερά συνέχισε να προβάλλει ως υποψήφιο τον Ιωακείμ Δέρκων, η εκλογή του Κυρηνείας Μακάριου ήταν πλέον βέβαια. Και πράγματι, αυτός εξελέγη ως νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου στις 24 Δεκέμβρη του 1947.

Ως αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο Μακάριος Β΄ υπηρέτησε για σύντομο διάστημα, από τις 24.12.1947 μέχρι το θάνατο του στις 28.6.1950. Δηλαδή για διάστημα δυόμισι χρόνων. Η κηδεία του έγινε την επομένη στη Λευκωσία. Ήταν και ο τελευταίος Κύπριος ιεράρχης που κατά το κυπριακό έθιμο θάφτηκε καθισμένος. Το έθιμο καταργήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ ο οποίος ήταν και ο διάδοχός του.

Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ

Σε μεγάλο παγκύπριο συλλαλητήριο που έγινε στην Λευκωσία στις 3 Οκτωβρίου του 1948, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’ κατέλιπε την πολιτική του διαθήκη λέγοντας:

«… Το επ’ εμοί, και εις τας δυσμάς του επιγείου βίου μου ευρισκόμενος, δεν παύω να ικετεύω τον πανάγαθον Θεόν όπως, πριν κλείσω τους αφθαλμούς, μοι παράσχη την υπέρτατην ευτυχίαν να ίδω ελευθέραν την πατρίδα μου. Και πιστεύω, ότι θ’ αξιωθώ να ευλογήσω την Ένωσιν. Αλλ’ εάν αι ανεξερεύνητοι βουλαί του Κυρίου με καλέσουν εις την ετελεύνητον ζωήν ενωρίτερον, μιαν προς πάντας υμάς και σύμπαντα τον ευσεβή και φιλόπατριν κυπριακόν λαόν αφήνω αποθήκην, την οποίαν και εξορκίζω πάντας να τηρήσητε: Να παραμείνητε πιστοί εις τον Θεόν και την Ελλάδα και να συνεχίσητε αγωγιζόμενοι όλη ψυχή και δυνάμει δια την ελευθερίαν, με μοναδικόν και αναλλοίωτον σύνθημα την Ένωσιν και μόνον την Ένωσιν».

Πηγές: 

www.diakonima.gr www.prodromos.org.cy