Μετά την ανάδειξη του Ερσίν Τατάρ σε νέο ηγέτη της κατοχής, η πρόταση για «δύο κράτη» έχει μετατραπεί σε κορωνίδα της τουρκικής επικοινωνιακής πολιτικής.

Η τουρκική εισήγηση, που τεχνηέντως έχει τεθεί στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, προκάλεσε κύμα πανικού στον πολιτικό κόσμο της Κύπρου, που εμμένει πεισματικά στο μοντέλο λύσης της ΔΔΟ, το οποίο εκ προοιμίου μοιάζει ανεπιτυχές.

ΔΔΟ

Πρωτίστως, ως Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να απαγκιστρωθούμε από τον διχοτομικό, ρατσιστικό και αντιδημοκρατικό συμβιβασμό τύπου Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, εφόσον η συγκεκριμένη διευθέτηση του Κυπριακού αντιστρατεύεται την ίδια τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, ενώ παραβιάζει κατάφωρα τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Ενδεικτικά παραθέτω μέρος από το προοίμιο του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπως έχει κυρωθεί στις 27/29 Σεπτεμβρίου του 1945, που αναφέρει μεταξύ άλλων «πίστη στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, στην αξιοπρέπεια και στην αξία του ανθρώπου, στα ίσα δικαιώματα ανδρών και γυναικών και μεγάλων και μικρών εθνών».

Επιπλέον, μόλις στο τρίτο σημείο του πρώτου κεφαλαίου χαρακτηριστικά διατυπώνεται ότι σκοπός των Ηνωμένων Εθνών είναι «…η ανάπτυξη και ενθάρρυνση του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών για όλους, χωρίς διάκριση φυλής, φύλου, γλώσσας ή θρησκείας».

Ενώ στο άρθρο 21 του χάρτη των θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αναφέρεται ξεκάθαρα ότι “απαγορεύεται κάθε διάκριση ιδίως λόγω φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής, γλώσσας, θρησκείας. Εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας”.

Συνεπώς, οι προαναφερόμενες πρόνοιες των χαρτών διεθνώς αναγνωρισμένων οργανισμών έρχονται σε αντίθεση με τη φιλοσοφία της ΔΔΟ. Την ίδια στιγμή ακυρώνουν τους ένθερμους υποστηρικτές της, αφού ο ρατσιστικός διαχωρισμός του λαού σε δύο ζώνες, βάση εθνότητας και θρησκείας, αντίκειται σε κάθε έννοια δικαίου και στις αρχές που πρεσβεύουν οι εν λόγω οργανισμοί.

Τα δύο κράτη

Είναι καταφανές ότι η τουρκική διπλωματία και πολιτική αν και προτάσσει «λύση» δύο κρατών, στην πραγματικότητα δεν την επιδιώκει.

Πρώτον, λαμβάνοντας υπόψη τη δράση της Τουρκίας σε Λιβύη, Συρία, Αρμενία κ.ο.κ. θα είμαστε τουλάχιστον αφελείς αν διανοηθούμε ότι η Τουρκία θα αποχωρίσει αμαχητί από τη διεκδίκηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που βρίσκονται νότια της Κύπρου.

Δεύτερον, στην περίπτωση δύο κρατών, η δράση της Τουρκίας θα περιορίζεται μόνο στο ένα “κράτος”, χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα επέμβασης ή ελέγχου στο άλλο.

Είναι τελικά η λύση δύο κρατών πραγματικά συμφέρουσα για την Τουρκία; Και αφού φαίνεται πως όχι, εύλογα θα διερωτηθεί κανείς τι επιτυγχάνει η τουρκική πλευρά με την δήθεν επιδίωξη δύο κρατών. Εναργής η απάντηση: τοιουτοτρόπως η ελλαδική και κυπριακή κυβέρνηση εντέχνως οδηγούνται και εν τέλει παγιδεύονται σε ένα ολέθριο διχοτομικό διακανονισμό, που οι μεν θα παρουσιάζουν σαν χαλαρή ή αποκεντρωμένη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, ενώ οι δε σαν Συνομοσπονδία, με την ασάφεια πάντα να παραμένει «εποικοδομητική».

Η διάψευση & οι θεμελιώδεις διαφορές

Η δήθεν απαίτηση της τουρκικής πλευράς για δύο κράτη, σε συνδυασμό με την ίδια τη δήλωση του ΓΓ του ΟΗΕ ότι είναι έτοιμος να «ακούσει κάθε άποψη στην πενταμερή» παρά το γεγονός ότι «δεσμεύεται από το Συμβούλιο Ασφαλείας για τη ΔΔΟ», διαψεύδει όσους κατά καιρούς με στόμφο και περίσσια «σοφία» τονίζουν ότι δε μπορεί να αλλάξει η βάση λύσης του Κυπριακού.

Η βάση των συζητήσεων για επίλυση του Κυπριακού, μπορεί να αλλάξει. Άλλωστε, σύμφωνα με τη χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν είναι να επιβάλλει, αλλά να μεσολαβεί μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών με σκοπό τη διευθέτηση των διαφορών με ειρηνικά μέσα.

Πριν προτρέξουν όμως κάποιοι να πουν ότι όπως εμείς μπορούμε να ζητήσουμε αλλαγή βάσης των διαπραγματεύσεων έτσι μπορεί και η τουρκική πλευρά, θα πρέπει να αποσαφηνίσω ότι υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά:

Τα «δύο κράτη», η ΔΔΟ, καθώς και η συνομοσπονδία, αποτελούν μια προσπάθεια της Τουρκίας να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα που με τη βία θέλει να επιβάλει μετά την παράνομη εισβολή και την συνεχιζόμενη κατοχή της πατρίδας μας, από το 1974.

Να υπενθυμίσω μόνο ότι ο καταστατικός χάρτης των ΗΕ αναφέρει σαφέστατα πως όλα τα κράτη πρέπει να απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας, ενώ δεν δίδει το δικαίωμα σε κανένα κράτος «να επέμβει σε ζητήματα που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους».

Επιπλέον, «εκτοπισμός ή βίαιη μετακίνηση πληθυσμού» αποτελεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, κάτι το οποίο η Τουρκία το 1974 έχει διαπράξει με τη χρήση των όπλων, εξαναγκάζοντας τους τουρκοκύπριους να μετακινηθούν μαζικά στο βόρειο μέρος του νησιού και εκδιώκοντας ταυτόχρονα τους ελληνοκύπριους από τα χωριά και τις πατρογονικές τους εστίες.

Ως εκ τούτου η συγκεκριμένη διευθέτηση ΔΕΝ μπορεί να γίνει αποδεκτή από τον ΟΗΕ, πόσο μάλλον από μας, αφού καταπατά κάθε έννοια δικαίου.

Μόνη λύση η απελευθέρωση

Στον αντίποδα, η μοναδική βιώσιμη, λειτουργική και δημοκρατική πρόταση, που μπορεί να εφαρμοστεί είναι η λύση Ενιαίου κράτους.

Η Κυπριακή πολιτική ηγεσία, οι εκάστοτε κυβερνήσεις, καθώς και η Ελλάδα, που αποτελεί την φυσική μας σύμμαχο, θα πρέπει να απαλλαγούν από το σύνδρομο της υποταγής και της υποτέλειας, αφήνοντας κατά μέρους τις πολιτικές του κατευνασμού. Πρέπει επιτέλους να ορθώσουν ανάστημα και να διεκδικήσουν όσα ιστορικά και νόμιμα ανήκουν στον κυπριακό ελληνισμό, δηλαδή την απελευθέρωση της πατρίδας μας.

Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται όραμα, κυρίως όμως χάραξη μιας νέας εθνικής στρατηγικής. Τρόποι υπάρχουν. Δυστυχώς αυτό που εκλείπει είναι η πολιτική βούληση από το απαρχαιωμένο πολιτικό σύστημα, που βρίσκεται εγκλωβισμένο σε ένα φαύλο κύκλο με λάθη και υποχωρήσεις, στις οποίες υπέπεσε σταδιακά, μέσα από τις μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις.

Γεάδης Γεάδη
Εκπρόσωπος Τύπου
Εθνικού Λαϊκού Μετώπου (Ε.ΛΑ.Μ.)