α´

Τῆς θαλάσσης καλήτεραφουσκωμένα τὰ κύματα῾νὰ πνίξουν τὴν πατρίδα μουὡσὰν ἀπελπισμένην,ἔρημον βάρκαν.

β´

῾Στὴν στεριάν, ῾ς τὰ νησίακαλήτερα μίαν φλόγα῾νὰ ἰδῶ παντοῦ χυμένην,τρώγουσαν πόλεις, δάση,λαοὺς καὶ ἐλπίδας.

γ´

Καλήτερα, καλήτεραδιασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες῾νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον,μὲ ἐξαπλωμένην χεῖραψωμοζητοῦντες·

δ´

Παρὰ προστάτας ῾νἄχωμεν.Μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσανπλούτη ἢ μεγάλα ὀνόματα,μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσανσκήπτρων ἀκτῖνες.

ε´

Ἂν ὁπόταν πεθαίνῃπονηρὸς βασιλεὺςἔσβυν᾿ ἡ νύκτα ἕν᾿ ἄστρον,ἤθελον μείνει ὀλίγαοὐράνια φῶτα.

ς´

Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετεὡς προστασίας σημεῖονεἰς ξένον ἔθνος, ἔπνιξεκαὶ πνίγει τοὺς λαούς σας,πάλαι, καὶ ἀκόμα.

ζ´

Πόσοι πατέρες δίδουσιν,ὄχι ψωμί, φιλήματα῾ς τὰ πεινασμένα τέκνα τους,ἐν ᾧ λάμπουν ῾ς τὰ χείλη σαςχρυσὰ ποτήρια!

η´

Ὅταν ὑπὸ τὰ σκῆπτρά σαςνέους λαοὺς καλεῖτε,νέους ἱδρῶτας θέλετεἐσεῖς διὰ ῾νὰ πληρώσητεπλουσιοπαρόχως,

θ´

Τὰ ξίφη ὁποὺ φυλάγουσιτὰ τρέμοντα βασίλειά σας,τὰ ξίφη ὁποὺ τρομάζουσιτὴν ἀρετήν, καὶ σφάζουσιτοὺς λειτουργούς της.

ι´

Θέλετε θησαυροὺςπολλοὺς διὰ ῾ναγοράσητεκρότους χειρῶν καὶ ἐπαίνους,καὶ τ᾿ ἄπιστον θυμίαματῆς κολακείας.

ια´

Ἡμεῖς διὰ τὸν σταυρὸνἀνδρείως ὑπερμαχόμεθακαὶ σεῖς ἐβοηθήσατεκρυφὰ τοὺς πολεμοῦνταςσταυρὸν καὶ ἀλήθειαν.

ιβ´

Διὰ ῾νὰ θεμελιώσητετὴν τυραννίαν τιμᾶτετὸν σταυρὸν εἰς τὰς πόλεις σας,καὶ αὐτὸν ἐπολεμήσατεεἰς τὴν Ἑλλάδα.

ιγ´

Καὶ τώρα εἰς προστασίαν μαςτὰ χέρια σας ἁπλόνετε!τραβήξετέ τα ὀπίσω·βλέπει ὁ θεὸς καὶ ἀστράπτειδιὰ τοὺς πανούργους.

ιδ´

Ὅταν τὸ δένδρον νέονἐβασάνιζον οἱ ἄνεμοι,τότε βοήθειαν ἤθελεν,ἐνδυναμώθη τώραφθάνει ἡ ἰσχύς του.

ιε´

Τὸ ξίφος σφίγξατ᾿ Ἕλληνες -τὰ ὀμμάτιά σας σηκώσατε -ἰδού – εἰς τους οὐρανοὺςπροστάτης ὁ θεὸςμόνος σας εἶναι.

ις´

Καὶ ἂν ὁ θεὸς καὶ τ᾿ ἄρματαμᾶς λείψωσι, καλήτεραπάλιν ῾νὰ χρεμετήσωσι῾ς τὸν Κιθαιρῶνα Τούρκωνἄγριαι φορᾶδες.

ιζ´

Παρά…. Αἴ, ὅσον εἶναιτυφλὴ καὶ σκληροτέραἡ τυραννίς, τοσοῦτονταχυτέρως ἀνοίγονταισωτήριοι θύραι.

ιη´

Δὲν μὲ θαμβόνει πάθοςκανένα· ἐγὼ τὴν λύρανκτυπάω, καὶ ὁλόρθος στέκομαισιμὰ εἰς τοῦ μνήματός μουτ᾿ ἀνοικτὸν στόμα.

Ένα εντυπωσιακό ποίημα, που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γραφτεί για την κατάσταση που χαρακτηρίζει το έθνος μας σήμερα, έγραψε ο Ανδρέας Κάλβος το 1825. Το έτος αυτό ήταν κρίσιμο για την ελληνική επανάσταση ,καθώς υπογράφτηκε ένα επίσημο έγγραφο, το οποίο όριζε την Αγγλία, προστάτη της Ελλάδος. Η συμφωνία αυτή, επιφανειακά φαινόταν θετική και χρήσιμη για την πατρίδα μας, αλλά στην πραγματικότητα υποδούλωνε το έθνος, καθώς γινόταν έρμαιο στα χέρια των ξένων. Οι ξένοι ηγεμόνες παρουσιάζονταν σαν σωτήρες, κρυμμένοι πίσω από μια πρόσκαιρη λάμψη τους, με απώτερο σκοπό το δικό τους όφελος Είναι προτιμότερη λοιπόν, η οποιαδήποτε συμφορά, παρά η υποδούλωση σε ξένους «προστάτες». Ακόμη και η τυραννία των Τούρκων είναι καλύτερη, σύμφωνα με τον ποιητή, διότι η σκληρή καταπίεση και η εξαθλίωση του λαού θα οδηγήσει σίγουρα κάποια στιγμή στην επανάσταση με στόχο την απελευθέρωση. Όταν ο εχθρός είναι ξεκάθαρος είναι πάντα πιο εύκολο να δράσει κανείς. Επίκαιρο όσο ποτέ λοιπόν, το ποίημα «Αι Ευχαί» του Κάλβου, διότι ο αγώνας για την απελευθέρωση δε θα σταματήσει ποτέ, όσο οι ξένοι τοκογλύφοι θα επιχειρούν να καθορίζουν τη μοίρα του έθνους μας.

Αντεπίθεση