Η ηρωίδα δασκάλα της Μακεδονίας

Στην Μακεδονία επικρατούσε φόβος και τρόμος, την στιγμή που οι βουλγαρικές συμμορίες λυμαίνονταν τον τόπο, μην αφήνοντας όρθιο τίποτε ελληνικό. Είμαστε στα 1901 στην κορύφωση του Μακεδονικού Αγώνα, με το αίμα αθώων Ελλήνων να ποτίζει την Μακεδονική γη.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα μεγάλωσε και σπούδασε η Βελίκα Τράϊκου από το χωριό Πεντάλοφο Θεσσαλονίκης. Η Βελίκα γεννήθηκε το 1883 και έμεινε ορφανή από μικρή, όμως είχε την τύχη να την πάρει υπό την προστασία της μια ομάδα φιλάνθρωπων Ελλήνων που την σπούδασε στο ανώτερο παρθεναγωγείο της Θεσσαλονίκης.

Το 1900 διορίστηκε δασκάλα στο χωριό Καράτζοβα που βρισκόταν βόρεια της Έδεσσας και ήταν σφηκοφωλιά κομιτατζήδων. Από την αρχή η Βελίκα δίδασκε στα παιδιά πως ήταν Έλληνες και δεν θα έπρεπε να φοβούνται τους Βουλγάρους. Η κατάσταση στην περιοχή ήταν οικτρή. Η βουλγαρική εξαρχία αλώνιζε και πότε με το καλό και πότε με την βία προσπαθούσε να εκβουλγαρίσει τους Έλληνες της περιοχής. Η νεαρή δασκάλα μπήκε από την αρχή στο μάτι των Βουλγάρων που με την παρουσία της εμψύχωνε τους Έλληνες.

Τον Αύγουστο του 1901 έγινε στην Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης συνάντηση των πατριωτών και η Βελίκα, ούσα δραστήρια, έκανε προτάσεις σχετικά με το πώς έπρεπε να δράσουν στους υπόλοιπους πατριώτες. Βροντοφώναξε σε μια στιγμή: «οπλίστε τους χωρικούς και όταν εμείς προετοιμάσουμε το έδαφος, από παντού θα ανάψει ο Αγώνας». Όλοι θαύμασαν αυτήν την μικροκαμωμένη κοπέλα με την λεβέντικη ψυχή.

Ο Ίων Δραγούμης το 1901, όντας πρόξενος της Ελλάδας στο Μοναστήρι, ζήτησε έναν έμπιστο άνθρωπο από το κέντρο της Θεσσαλονίκης που θα μετέφερε τα κρυφά μηνύματα του προξενείου προς την Καστοριά, τα Γιαννιτσά, την Έδεσσα και την Θεσσαλονίκη για τον Μακεδονικό Αγώνα. Θα έπρεπε να αντέχει τις κακουχίες, τις κουραστικές πεζοπορίες και να είναι εχέμυθος και προ πάντων αρκετά έξυπνος ώστε να αποφεύγει Βούλγαρους και Τούρκους. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου στην πόρτα του προξενείου ήρθε ο άνθρωπος που ήθελε, μα δεν ήταν άνδρας, αλλά μια νεαρή γυναίκα, η Βελίκα Τράϊκου. Όταν μίλησαν και είδε την αποφασιστικότητα που διέκρινε την νεαρή για την αποστολή, την δέχτηκε.

Όποτε το απαιτούσε ο Αγώνας, η Βελίκα έπαιρνε τους δρόμους και κάνοντας την μισότρελη Τουρκάλα γυρνώντας από εδώ και από κει, έχοντας κρυμμένα μέσα στα μακριά της φουστάνια ή στις μακριές πλεξούδες της, τα μηνύματα που έπρεπε να μεταφέρει πότε στην Θεσσαλονίκη, πότε στην Καστοριά ή όπου αλλού το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Δεν την υποψιάζονταν κανείς. Άλλες φορές πάλι μεταμφιέζονταν σε Βουλγάρα χωριάτισσα που μάζευε χόρτα ή ραδίκια στο βουνό και έτσι μπορούσε να περιπλανιέται στα βουνά και στους δρόμους χωρίς να κινεί υποψίες. Περπατούσε συνέχεια στα κακοτράχαλα βουνά και στους λασπώδεις δρόμους μόνη της, χωρίς να φοβάται τίποτα. Η ατρόμητη αυτή Ελληνίδα περιδιάβαινε όλη την κεντρική και δυτική Μακεδονία μεταφέροντας τα μηνύματα της λευτεριάς. Η Βελίκα κάνοντας την τρελή άκουγε ό,τι έλεγαν οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι, μιας και ήξερε να μιλάει και τις δυο γλώσσες πολύ καλά.

Το 1904 κατέφτασε στην Μακεδονία και ο Παύλος Μελάς προσδίδοντας νέα πνοή στον Μακεδονικό Αγώνα. Η Βελίκα αγωνίστηκε με ακόμα περισσότερο θάρρος βλέποντας την ελευθερία να ζυγώνει στην σκλάβα Μακεδονία.

Στις 28 Αυγούστου του 1904, ένας κομιτατζής άπλωσε τα βέβηλα χέρια του στην Βελίκα, της έμπηξε ένα μαχαίρι στο στήθος και την βασάνισε για να ομολογήσει, όμως αυτή συνέχισε να μιλάει τούρκικα και να παριστάνει την Τουρκάλα.

Ο Βούλγαρος όμως, δεν την πίστεψε και συνέχισε να την βασανίζει. Αλλά η ατρόμητη δασκάλα δεν ομολόγησε. Η Βελίκα άφησε την τελευταία της πνοή εκεί στα Γιαννιτσά, ποτίζοντας με το αίμα της το θεόρατο δένδρο της ελευθερίας της Μακεδονίας. Κηδεύτηκε στην Θεσσαλονίκη και μια λαοθάλασσα θρήνησε την δασκάλα που έδωσε και την ζωή της για τον Αγώνα.

ΠΗΓΗ