Ένας από τους τελευταίους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης

Ένας βροντερός ήχος έσχισε τον αέρα με πάταγο γκρέμιζοντας μέρος του τείχους. Ήταν η φοβερή και τρομερή βομβάρδα του Ούγγρου μηχανικού Ουρβάνου, που έριχνε τα τείχη σαν να ήταν φτιαγμένα από άμμο. Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης -χερσαία και θαλάσσια- είχαν 23 χιλιόμετρα μήκος και ήταν περικυκλωμένα από 300.000 στρατιώτες και βοηθητικούς τούρκους, Έλληνες εξωμότες, Βενετούς, Γενουάτες, γενίτσαρους και βέβαια μουσουλμάνους από όλα τα μήκη και τα πλάτη του ισλαμικού κόσμου που ήρθαν για να λαφυραγωγήσουν το κουφάρι της αυτοκρατορίας των Ελλήνων.

Οι Έλληνες και ξένοι υπερασπιστές που βρίσκονταν εντός των τειχών της Πόλης ήταν περίπου 7.000 και από αυτούς οι 5.000 ήταν Έλληνες και οι 2.000 ξένοι. Απ’ αυτούς οι 700 περίπου ήταν κατάφρακτοι Γενουάτες με αρχηγό τον ανδρείο Ιωάννη Ιουστινιάνη. Αυτές ήταν οι δυνάμεις των αντιμαχομένων στρατών εκείνο τον τρομερό Μάϊο του 1453.

Η Πόλη ήταν πλέον μια σκιά του παλιού ένδοξου εαυτού της και από τους περίπου 1.000.000 κατοίκους που είχε τον 6ο με 9ο μ.Χ. αιώνα, το 1453 είχε φτάσει να έχει 50 με 55.000 πληθυσμό. Τα τείχη είχαν ρημάχτει από τον συνεχή και ανηλεή βομβαρδισμό από τα κανόνια των οθωμανών. Πολλά τμήματά του είχαν πέσει και οι δυστυχείς υπερασπιστές τους, αναγκάζονταν να τα γεμίζουν με ξύλα, βαρέλια με χώμα και πέτρες, κλαδιά, σακιά και ό,τι άλλο υλικό θα μπορούσε να γεμίσει το κενό. Μπροστά από τα τείχη υπήρχε μια τάφρος φάρδους 20 μέτρων και προχωρώντας προς την πόλη ήταν το εξωτερικό τείχος ύψους 7 μέτρων και πιο μέσα το εσωτερικό τείχος που ήταν 22 μέτρα ύψος. Κάθε πύλη της Πόλης είχε και ένα επικεφαλής υπερασπιστή της, όπως και έναν οθωμανό που προσπαθούσε να την εκπορθήσει.

Οι πύλες της Πόλης άρχιζαν από την Προποντίδα και κατέληγαν στον Κεράτιο κόλπο. Με την σειρά ήταν η Χρυσή πύλη που την υπεράσπιζε ο Ανδρόνικος Καντακουζηνός και απέναντί της είχε τον Έλληνα εξωμότη Μαχμούτ Μπέη. Μετά ήταν η πύλη της Σηλυμβρίας που την υπερασπίζονταν οι Γενουάτες και Βενετοί και απέναντί τους είχαν τον Ισαάκ πασά με τα στρατεύματα από την Ασία. Στην συνέχεια ήταν η πύλη του Πολυανδρίου που την υπεράσπιζαν οι τρεις Ιταλοί αδελφοί Boccardi, Τρωίλος, Παύλος και Αντώνιος, ενώ απέναντί τους είχαν τον Σαρατζιά πασά. Μετά ήταν η πύλη του Αγίου Ρωμανού που την υπεράσπιζε με την παρουσία του ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Δραγάτσης Παλαιολόγος μαζί με τον Ιωάννη Καντακουζηνό και τον Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη και απέναντι τους είχαν το κύριο σώμα του οθωμανικού στρατού και τον ίδιο τον Μωάμεθ Β’. Η επόμενη πύλη ήταν του Χαρισίου (Ανδριανούπολης) που την υπεράσπιζαν ο Λεοντάρης Βρυέννιος και ο Fabucci Corner μαζί με Ιταλούς, έχοντας απέναντί τους τον Χαλήλ πασά. Στην τελευταία πύλη προς τον Κεράτιο, την Χαρσία, έστεκε πάνω στα τείχη σαν γίγαντας με το τόξο του ο Θεόδωρος Καρυστινός , άντρας γενναίος από την γη της Καρύστου της Εύβοιαςπου είχε απέναντί του τον Καρατζά πασά που ήταν στρατηγός όλων των ευρωπαικών δυνάμεων. Από την θάλασσα έσφιγγε την θηλιά ο βούλγαρος Μπαλτόγλου πασάς.

Απ’ την Πόλη ακούγονταν οι θρήνοι και οι κατάρες που έριχναν οι αμυνόμενοι στους πολιορκητές. Αυτήν ήταν η κατάσταση της Πόλης. Οι οβίδες των κανονιών πέφταν σαν το χαλάζι πάνω στα τείχη καταστρέφοντας και σκοτώνοντας ό,τι και όποιους βρίσκονταν μπροστά τους. Η μεγάλη βομβάρδα του Ουρβάνου που την έσερναν 60 βόδια και έριχνε λίθινα βλήματα βάρους 700 κιλών κονιορτοποιούσε τα τείχη.

Η τάφρος είχε γεμίσει με πτώματα οθωμανών και των συμμάχων τους, καθώς και με χώμα που έφερναν για να την κλείσουν. Ο Θεόδωρος από τα τείχη έριχνε συνεχώς τα βέλη του εναντίον των βαρβάρων, παρότι η χορδή του τόξου του είχε ανάψει από την πολλή χρήση. Όταν οι τούρκοι έβαζαν τις κλίμακες (σκάλες) στα τείχη για να ανεβούν, ο Θεόδωρος μαζί με τους άλλους υπερασπιστές, τους έριχναν βέλη, μεγάλα λιθάρια που είχαν πέσει από τα τείχη, καυτό λάδι και ό,τι άλλο είχαν διαθέσιμο. Οι τούρκοι υποχωρούσαν μπροστά στην γενναιότητα του Θεόδωρου που έσωζε τα τείχη. Την 18η Μαίου οι τούρκοι κατασκεύασαν έναν τριόροφο πύργο για να πλήξουν τα εξωτερικά τείχη. Τον πύργο τον σκέπασαν με δέρματα από καμήλες και βουβάλια για να μην πυρποληθεί από τους αμυνόμενους. Από κάτω ο πύργος αυτός είχε μια τρύπα και από εκεί οι οθωμανοί έριχναν χώμα και πέτρες για να γεμίσουν την τάφρο για να ήταν βατή για τον στρατό τους. Είχε έναν προστατευόμενο δρόμο που πήγαινε ως εκεί με ασφάλεια τους στρατιώτες. Ο πύργος αυτός ήταν απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού και έκανε μεγάλη ζημιά στην ήδη καταπονημένη πύλη από τους συνεχείς βομβαρδισμούς. Ο πύργος έπρεπε να καταστραφεί με κάθε κόστος. Όταν η νύχτα έπεσε βαριά πάνω από την σκληρά δοκιμαζόμενη Πόλη, ο Θεόδωρος πήρε τις αποφάσεις του και μαζί με τα παλληκάρια του μεταμφιέστηκαν σε οθωμανούς στρατιώτες. Γλίστρησαν αθόρυβα στο σκοτάδι έξω από το εξωτερικό τείχος.

Ακροπατώντας ανάμεσα στα κουφάρια των οθωμανών που είχαν πλυμμηρήσει την τάφρο και σκοντάφτοντας σε διάφορα αντικείμενα, έφτασαν επιτέλους στον πύργο. Ο Θεόδωρος Καρυστινός έριξε στην βάση του πύργου πυρίτιδα και πήγε πάλι πίσω στα τείχη αφήνοντας μια λεπτή μαύρη γραμμή πυρίτιδας πίσω του. Πήρε έναν πυρσό και άναψε την πυρίτιδα. Σε λίγα λεπτά με έναν εκκωφαντικό κρότο τινάχτηκαν στον αέρα ξύλα, δέρματα και χώμα. Οι υπερασπιστές της Πόλης πανυγήρισαν. Άλλωστε δεν θα είχαν πολλές στιγμές να πανυγηρήσουν από εκεί και πέρα.

Ο Μωάμεθ βλέποντας την έκρηξη μέσα στην νύχτα και τον πύργο που με τόσο κόπο είχαν φτιάξει να καίγεται, διέταξε να αποκεφαλίσουν αυτούς που τον έφτιαξαν και τον φυλούσαν. Τα κεφάλια τους τα κάρφωσαν σε πασσάλους στο σημείο του πύργου. Αυτά άλλωστε ήταν τα νέα ήθη που έφερναν οι τούρκοι από την Ασία στην χερσόνησο του Αίμου.

Οι μέρες κυλούσαν βασανιστικά για τους υπερασπιστές της Πόλης, τα τείχη είχαν καταρεύσει, ανάμεσα στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και στην πύλη του Χαρισίου (Ανδριανουπόλης), είχαν καταρρεύσει τέσσερις πύργοι, δημιουργώντας ένα μεγάλο κενό στην άμυνα της Πόλης. Οι υπερασπιστές γέμιζαν τα κενά με κάθε είδους υλικό, χώμα και κλαδιά. Η κατάσταση πλέον ήταν κάτι παραπάνω από τραγική για τους Έλληνες και τους Ιταλούς συμμάχους τους. Ένας άντρας υπερασπιζότανε 3 πολεμίστρες, ενώ οι τούρκοι ανανεώνονταν συνεχώς με νέες εμπειροπόλεμες εφεδρείες. Όταν η 28η Μαίου έφτασε, οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης ήταν αποκαμωμένοι από τις συνεχείς μάχες και το φτιάξιμο των τειχών. Στην Πόλη έκαναν λιτανείες ορθόδοξοι και καθολικοί μαζί, συναισθανόμενοι την κοινή τους μοίρα. Στην Αγία Σοφία έγινε η τελευταία λειτουργία, με το πλήθος ανάστατο να ζητά την βοήθεια του Θεού. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μαζί με τα αδέλφια του, τους συγγενείς του και τον Θεόδωρο προσευχήθηκαν και μετάλαβανε των αχράντων μυστηρίων. Η νύχτα ήταν κατανυκτική.

Με το πλήρωμα του χρόνου, ο καθένας πια πήγε στην θέση που είχε ορισθεί, μην ξέροντας αν θα ξαναδεί τα αγαπημένα του πρόσωπα. Οι υπερασπιστές των εξωτερικών τειχών έκλεισαν τις πύλες και τις πυλίδες του εσωτερικού τείχους για να μην έχουν καμμία ελπίδα ότι θα γύριζαν πίσω αν έχαναν την μάχη στα τείχη. Η γενναιότητα και η αυταπάρνηση σκέπαζαν τους υπερασπιστές των εξωτερικών τειχών με αυτήν τους την απόφαση. Ο Θεόδωρος με το τόξο και τα βέλη του ήταν κι αυτός έτοιμος πάνω στα τείχη.

Από το απέναντι στρατόπεδο όλες οι φωτιές ήταν σβησμένες και δεν ακουγότανε ούτε ψίθυρος σε αντίθεση με τις προηγούμενες μέρες που επικρατούσε πανδαιμόνιο. Οι υπερασπιστές έσφιγγαν τα ξίφη και τα δόρατα στα χέρια τους περιμένοντας την επίθεση. Το σκοτάδι ήταν πηχτό και πλέον ήταν μεσάνυχτα. Μια αποπνικτική ομίχλη σηκώθηκε ωσάν βγαλμένη από τον Άδη και κύκλωσε την Πόλη. Ξαφνικά μέσα στην σιγαλιά ακούστηκε το σήμα της επίθεσης. Πρώτοι επιτέθηκαν με ένα σπαθί στο χέρι 50.000 άτακτοι χριστιανοί όλων των εθνών μαζί με τους βαζιβούκους (άτακτους τούρκους) που δεν είχαν καμιά θωράκιση να τους προστατεύει.

Οι υπερασπιστές των τειχών τους υποδέχτηκαν με καταιγισμό βελών και λίθων. Όσοι οθωμανοί υποχωρούσαν τους περίμεναν οι τσαούσηδες από πίσω και τους κατέκοπταν.Ο Θεόδωρος δεν άφησε στιγμή το τόξο από τα χέρια του χτυπώντας αλύπητα τους εισβολείς. Η Πόλη άντεχε ακόμη, αλλά η νύχτα αναμενόταν μακρά.

Το δεύτερο κύμα ήταν ο τακτικός οθωμανικός στρατός, περίπου 50.000, που όρμηξαν σαν χείμαρρος στα τείχη. Οι μάχες πια γίνονταν σώμα με σώμα πάνω και ανάμεσα στα γκρεμισμένα τείχη. Οι νεκροί έπεφταν σαν φθινοπωρινά φύλλα. Οι Έλληνες όμως είχαν δυνάμεις παρ’ όλη την κούραση. Ο Θεόδωρος ξάπλωσε πολλούς βαρβάρους με τα θανατηφόρα βέλη του, αλλά οι τούρκοι ήταν μια ανάσα από την Χαρσία πύλη που υπερασπιζόταν. Η Πόλη άντεξε και στο δεύτερο κύμα. Λίγο μετά το πρώτο λυκαυγές του ήλιου έλουσε την πόλη, καθώς ο Μωάμεθ άφριζε από το κακό του βλέποντας μια πόλη σχεδόν κατεστραμμένη να αντιστέκεται ακόμη. Πήγε στους γενίτσαρους και τους εξόρκισε να πολεμήσουν για την πίστη του Αλλάχ και να καταλάβουν την Πόλη. Οι γενίτσαροι με τα λευκά σαρίκια φωνάζοντας το “ο Αλλάχ είναι μεγάλος και μοναδικός προφήτης του ο μωάμεθ”, εφόρμησαν το πρωί της 29ης Μαΐου στα γκρεμισμένα τείχη. Οι υπερασπιστές έψαλλαν το “τη υπερμάχω στρατηγώ τα νηκητήρια” σαν ύστατη προσευχή στην προστάτρια της πόλης, την Παναγία. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έφιππος έτρεξε μαζί με τους στρατιώτες του προς την μεριά των τειχών που είχαν καταρρεύσει και χάθηκε μέσα στον όχλο των γενίτσαρων, βαδίζοντας προς την αθανασία των θρύλων της φυλής. Μια πόρτα, η κερκόπορτα που η μισή ήταν κάτω από το επίπεδο του εδάφους στο εσωτερικό τείχος ξεχάστηκε ανοιχτή. Την είδαν οι γενίτσαροι και μπήκαν 50 μέσα. Αφού πέταξαν κάτω από τα τείχη τις σημαίες με τον δικέφαλο αετό και το λιοντάρι του αγίου Μάρκου, το σύμβολο της Βενετίας, έστησαν την σημαία με την ημισέληνο. Η Πόλη πια είχε χαθεί. Ο Θεόδωρος αγωνίστηκε μέχρι το τέλος αλλά μάταια. Οι γενίτσαροι ήταν πολύ περισσότεροι και ξεκούραστοι, έπεσαν όλοι μαζί επάνω του και τον κομμάτιασαν με τα γιαταγάνια τους.

Η Κωνσταντινούπολη παραδόθηκε στην σφαγή, την λεηλασία και την φωτιά. Επακολούθησαν απερίγραπτες σκηνές βγαλμένες από την κόλαση του Δάντη. Δεν έμεινε τίποτε όρθιο. Γυναίκες, κορίτσια και νεαρά αγόρια ατιμάστηκαν με τον χειρότερο τρόπο, γέροντες φονεύθηκαν με τον αγριότερο τρόπο, εκκλησίες παραδόθηκαν στην φωτιά και την λεηλασία. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες συνεχίζονταν το όργιο της λεηλασίας, της σφαγής και της ατίμωσης. Τους νέους τους συγκέντρωναν για να τους πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και τους γέρους τους σκότωναν σύμφωνα με τις εντολές των χοτζάδων που είχαν δώσει στους μαχητές του Ισλάμ. Η μεγάλη αυτοκρατορική βιβλιοθήκη κάηκε συθέμελα από τους αγροίκους της στέππας. Αυτή ήταν η μοίρα της τρισενδόξου επταλόφου Κωνσταντινούπολης.

Αυτό το κείμενο αφιερώνεται σε όλους τους Έλληνες και Λατίνους που έμειναν μέχρι τέλους πάνω στα τείχη και τα υπερασπίστηκαν βάζοντας τα στήθη τους μπροστά για να σώσουν την βασιλεύουσα από τα στίφη των βαρβάρων, μην λογαριάζοντας τις ζωές τους, τις οικογένειές τους και τις περιουσίες τους, τηρώντας τον γνωστό όρκο “μέχρι τελευταίας ρανίδος τους αίματος μου θα υπερασπισθώ την πατρίδα”. Τους στεφανώνει η αιώνια δόξα και όσα χρόνια και αν περάσουν αυτοί θα στέκονται ακλόνητοι στα υψηλότερα βάθρα του Ελληνισμού σαν τα λαμπρότερα παραδείγματα θάρρους και αυταπάρνησης στους αιώνες των αιώνων.

Αίας ο Τελαμώνιος