Η επανάσταση όλων των Ελλήνων είχε ανάψει ήδη στον Μοριά (Πελοπόννησος) και στην Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα), αλλά και όπου άλλου υπήρχαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Η Μακεδονία, κοιτίδα του βόρειου Ελληνισμού δεν αποτελούσε εξαίρεση, μιας και οι Έλληνες της περιοχής είχαν υποφέρει τα πάνδεινα από τις ορέξεις των αιμοσταγών τούρκων.

Ο Στάμος (Σταμάτης) Κάψας γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, στο χωριό Κρυοπηγή Χαλκιδικής. Σε νεαρή ηλικία πήγε στο χωριό Συκιά για να βρει δουλειά, αλλά εκεί συγκρούσθηκε με τους τούρκους προύχοντες και αναγκάσθηκε να βγει στο βουνό. Κατά το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821 ήταν χωροφύλακας στο Άγιος όρος στις Καρυές.

Όταν στις 23 Μαρτίου 1821, ο Εμμανουήλ Παππάς, με την βοήθεια πλοίων από τα Ψαρά και την Αίνο (παράλια πόλη της ανατολικής Θράκης), ξεφόρτωσαν πολεμοφόδια για την έναρξη του Αγώνα στην Μακεδονία, εκεί ήταν και ο Κάψας. Ο Παππάς στρατολόγησε 1.000 μοναχούς στο Άγιον Όρος και ο καπετάν Χάψας 2.000 άνδρες από τα χωριά της Χαλκιδικής, κυρίως από την Κασσάνδρα, τα Χασικοχώρια, την Σιθωνία και την Συκιά.

Οι τούρκοι επιδίδονται σε ένα λουτρό αίματος απέναντι στα ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα στην Θεσσαλονίκη και στον Πολύγυρο, καθώς και στις γύρω περιοχές.

Στις 17 Μαΐου ο Ε.Παππάς κήρυξε επίσημα την επανάσταση στην Μακεδονία. Μαζί με τον καπετάν Χάψα αποφάσισαν να διασπάσουν τον στρατό τους. Ο Ε.Παππάς με 1.900 μοναχούς και Μαδεμοχωρίτες θα έπιανε τα στενά της Ρεντίνας, τα Μακεδονικά Τέμπη για να χτυπήσει τις τουρκικές δυνάμεις που θα έρχονταν για ενίσχυση από την Δράμα και την Κωνσταντινούπολη. Αντίθετα, ο Στάμος Κάψας με 2.000 άνδρες κατευθύνθηκε για την απελευθέρωση της αρχόντισσας της Μακεδονίας, την Θεσσαλονίκη.

Ο καπετάν Χάψας ήταν χαρισματική προσωπικότητα και με την πειθώ και την μαχητική του αξία κατάφερνε να προσεταιρισθεί πολλούς Έλληνες από τα χωριά. Σταδιακά, ένα προς ένα τα χωριά της περιοχής προσχωρούσαν στο ένοπλο σώμα του. Απελευθέρωσε τα χωριά Κόμιτσα, Ιερισσό, Αρναία, Άγιος Πρόδρομος, Γαλάτιστα και τα Βασιλικά.

Οι δυνάμεις του Χάψα στρατοπέδευσαν στην περιοχή της Θέρμης στις 8 Ιουνίου 1821, έχοντας απέναντί τους το ιππικό του Αχμέτ Μπέη των Γιαννιτσών. Η μάχη έγινε κοντά στην περιοχή της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής.

Ο καπετάν Χάψας με το καρυοφύλλι του χτυπούσε τους τούρκους. Καπνοί,σκόνες και φωνές κάλυπταν το πεδίο της μάχης. Οι ιππείς του Αχμέτ Μπέη βλέποντας τους πεζούς και ανοργάνωτους Έλληνες νόμιζαν πως θα ήταν εύκολη λεία. Τα άλογα των τούρκων ορμούσαν στους Έλληνες, αλλά οι Έλληνες δεν έκαναν πίσω. Το σπαθί του Κάψα κοκκίνισε από το αίμα των εχθρών. Στην Θεσσαλονίκη είχαν φθάσει τα νέα της μάχης και περίμεναν με ανυπομονησία τον στρατό του καπετάν Χάψα,του παλληκαριού που θα απελευθέρωνε επιτέλους την πόλη από τους τούρκους. Μετά από την μάχη στην Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή, λέγεται πως πήρε και το προσωνύμιο Χάψας, επειδή «έχαφτε» τους τούρκους, τους έτρωγε.

Ο Εμμανουήλ Παππάς δυστυχώς για την επανάσταση ηττήθηκε στην Ρεντίνα και στην Απολλωνία από τις υπέρτερες δυνάμεις των τούρκων από την Κωνσταντινούπολη και την Δράμα. Με 200 άνδρες που του έμειναν έσπευσε να ενωθεί με τις δυνάμεις του καπετάν Χάψα στα Βασιλικά.

Οι δυο παλιοί συναγωνιστές συναντήθηκαν μετά από καιρό και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Και οι δύο γνώριζαν την κατάσταση, αλλά δεν θα έκαναν πίσω ούτε βήμα. Η μοίρα των δυο πρωταγωνιστών είχε σφραγιστεί.

Ο Εμπού Λουμπούτ Πασάς της Θεσσαλονίκης είχε συγκεντρώσει 35.000 στρατιώτες, με τους 5.000 από αυτούς ιππείς υπό τον Μπαϊράμ Πασά. Το σημείο που θα δίνονταν η τελική μάχη αποφασίστηκε να είναι στο στενό του Ανθεμούντα, κοντά στην Μονή της Αγίας Αναστασίας.

Ο καπετάν Χάψας έστειλε ένα μέρος του σώματός του στην Κασσάνδρα για να περιφρουρεί τις ακτές από τυχόν αποβάσεις των τούρκων.

Η μάχη των Βασιλικών ξεκίνησε, αλλά ήταν άνιση. Οι τούρκοι χτύπησαν το χωριό ανελέητα, γιατί δεν ήθελαν να αφήσουν ούτε έναν ζωντανό. Ο καπετάν Χάψας βλέποντας την τροπή της μάχη συνεννοήθηκε με τον Παππά ύστερα από διαπραγματεύσεις που έκαναν με τους μοναχούς να οχυρώσουν την Μονή και να μπουν μονάχα τα γυναικόπαιδα μέσα. Ο Παππάς συνόδευσε τα γυναικόπαιδα στην Μονή, ενώ ο καπετάν Χάψας, σαν άλλος Λεωνίδας, έμεινε εκεί με 67 παλληκάρια για να αντιμετωπίσει τις ορδές των βαρβάρων.

Τα στίφη των τούρκων γεμάτα λύσσα για αίμα όρμησαν στους τελευταίους υπερασπιστές. Η μάχη ήταν άνιση αλλά τα παλληκάρια του καπετάν Χάψα δεν έκαναν πίσω. Αυτή ήταν η γη τους, εδώ ήταν τα παιδιά τους, εδώ ήταν η πατρίδα τους. Όχι, δεν θα έκαναν ούτε σπιθαμή πίσω, θα πέθαιναν πρώτη και τελευταία φορά σαν ελεύθεροι Έλληνες και όχι σαν ραγιάδες. Την τελευταία φορά που είδαν τον καπετάν Χάψα ήταν όταν ορμούσε με το σπαθί στο χέρι και ένα μαχαίρι στο στόμα εναντίον των χιλιάδων τούρκων περνώντας έτσι στην αιωνιότητα και με ένα δάφνινο στεφάνι περασμένο στα μαλλιά.

Η ημέρα που πέρασε στην Αθανασία ο καπετάν Χάψας και οι 67 συναγωνιστές του, ήταν η 10η Ιουνίου 1821. Το σημείο που έγινε η τελική μάχη λέγεται «κομμένοι» ή «συκιωτούδια», μάλλον επειδή οι περισσότεροι αγωνιστές ήταν από την Συκιά Χαλκιδικής.

Αίας ο Τελαμώνιος