όταν οι άνθρωποι του πνεύματος πολεμούσαν για την πατρίδα

Το 1881 στην Ναύπακτο στο μικρό βασίλειο της Ελλάδας γεννήθηκε ένα ξεχωριστό παιδί που με τα γραπτά του και τα σκίτσα του θα διαμόρφωνε τον σύγχρονο Ελληνικό πολιτισμό. Ονομαζόταν Σταμάτης Σταματίου και από μικρός είχε κλίση στα γράμματα, στο σχέδιο, όπως επίσης και στην γελοιογραφία. Όταν έφτασε στην ηλικία των 14 ετών έφυγε από την μικρή Ναύπακτο για να αναζητήσει την τύχη του στην μεγαλούπολη εκείνης της εποχής, Αθήνα. Ο δρόμος τον έφερε έξω από τα γραφεία της εφημερίδας Ακρόπολις και στον ιδιοκτήτη της Βλάσση Γαβρηιλίδη. Ο μικρός τον παρακάλεσε να τον πάρει στην εφημερίδα, αλλά για τον Γαβρηιλίδη δεν ήταν παρά ένα μικρό παιδί. Μετά από πολλά παρακάλια τον προσέλαβε ως σκιτσογράφο-γελοιογράφο και δημοσιογράφο.

Ο μικρός Σταμάτης είχε ταλέντο και πήγαινε από το καλό στο καλύτερο. Γρήγορα η επιθυμία του να γίνει δημοσιογράφος πραγματοποιήθηκε και στάλθηκε ως αναποκριτής της εφημερίδας στην Μακεδονία. Όταν έφτασε στην ηλικία των σπουδών με τα λεφτά που είχε μαζέψει, σπούδασε στην Νομική του πανεπιστημίου Αθηνών.

Στην διάρκεια της εργασίας του στην εφημερίδα γνώρισε πολλούς ανθρώπους του πνεύματος και της (μετέπειτα) περίφημης γενιάς του ’30 όπως τον Κωστή Παλαμά καθώς και τον αναμορφωτή φιλόσοφο του νέου Ελληνισμού, Περικλή Γιαννόπουλο.

Ο Σταμάτης έγραψε ευθυμογραφήματα όπως το «Εθνικόν ημερολόγιον» και τις «Ιστορίες του χωριού» που είχε μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό, εκεί περιέγραφε γραφικούς τύπους και τα ήθη της ελληνικής υπαίθρου με πολύ πνευματώδη και έξυπνο τρόπο, χαρίζοντας γέλιο και ταυτόχρονα γνώσεις.

Γρήγορα όμως τα σύννεφα του πολέμου σκέπασαν το μικρό βασίλειο, ήταν 1912 και ο Ελληνισμός κινούνταν βόρεια για να συναντήσει τα πεπρωμένα του, να απελευθερώσει την βασανισμένη από τους τούρκους και βούλγαρους Μακεδονία.

Ο Σταμάτης έβαλε την στολή του ένδοξου και τιμημένου Έλληνα στρατιώτη. Οι συνθήκες στο μέτωπο της Μακεδονίας ήταν πολύ δύσκολες γεμάτες λάσπες και κακουχίες. Όμως ήταν χαρούμενος που μπορούσε να υπηρετήσει την πατρίδα και δεν δυσανασχετούσε. Οι μάχες εναντίον των τούρκων ήταν σκληρές, καθώς οι σφαίρες και οι οβίδες σφύριζαν δαιμονισμένα πάνω από τα κεφάλια των Ελλήνων στρατιωτών. Ο Σταμάτης με το τουφέκι και την ξιφολόγχη ορμούσε σαν άλλος μυθικός ήρωας χτυπώντας τους τούρκους. Ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος έληξε βρίσκοντας την Ελλάδα νικήτρια, έχοντας απελευθερώσει ένα μεγάλο κομμάτι της Μακεδονίας και της Ηπείρου, όπως και την Κρήτη. Αλλά η Ελλάδα δεν επρόκειτο να ησυχάσει. Ξαφνικά χωρίς καμμιά αφορμή η Βουλγαρία επιτέθηκε στην Ελλάδα και την Σερβία γιατί ήθελε να κρατήσει ολόκληρη την Μακεδονία για λογαριασμό της. Ο Σταμάτης πριν προλάβει να βγάλει την στολή του στρατιώτη, βρέθηκε να πολεμά ξανά ως δεκανέας. Οι βούλγαροι πολεμούσαν πιο λυσσαλέα από τους τούρκους, μιας και η Μακεδονία γι’ αυτούς ήταν το διαμάντι στο «στέμμα» της Βουλγαρίας.

Ο Σταμάτης εφ’όπλου λόγχη ορμούσε μαζί με άλλους στα χαρακώματα των βουλγάρων σκοτώνοντας τους βαρβάρους που επιβουλεύονταν την Μακεδονία. Υπήρχε μια σημαία ενός βουλγάρικου στρατιωτικού σχηματισμού που έγραφε πάνω της «προς τας Αθήνας». Αυτή η σημαία εκνεύρισε τρομερά τον Σταμάτη όταν την αντίκρισε, γι’ αυτό αποφάσισε να την πάρει. Πάνω στην μάχη που γινόταν σώμα με σώμα πάλεψε για ώρα με τον βούλγαρο σημαιοφόρο, δεχόμενος χτυπήματα, αλλά στο τέλος τον σώριασε κάτω παίρνοντάς του την σημαία ως λάφυρο. Έγινε λοχίας και τιμήθηκε για την ανδρεία που επέδειξε.

Αυτή η σημαία σήμερα φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας. Μάλιστα ένας άγνωστος καλλιτέχνης απεικόνισε την σκηνή σε μια μεγάλη πολύχρωμη λιθογραφία που κοσμούσε τα καφενεία και τα σαλόνια των σπιτιών της εποχής.

Όταν τελείωσε ο πόλεμος με νικήτρια και πάλι την Ελλάδα, ξαναπήγε στην παλιά του δουλειά, γράφοντας διηγήματα, ευθυμογραφήματα και γελοιογραφίες σε περιοδικά όπως «Απ’ όλα δι’όλους», «Ελλάς», «Χρυσαλλίς»,«Μπουκέτο» και άλλα. 

Το 1918 διορίστηκε νομάρχης Κρήτης μέχρι το 1920 βοηθώντας την νέα επαρχία της Ελλάδας όπως μπορούσε. Το 1922 διορίστηκε νομάρχης Πέλλας βοηθώντας αυτήν την φορά τους πρόσφυγες από την Ιωνία και τον Πόντο να χτίσουν τα σπίτια τους πάλι από την αρχή. Και τους βοήθησε ομολογουμένως πολύ χτίζοντάς τους σχολεία και σπίτια, απαλύνωντας όσο μπορούσε τον πόνο του ξεριζωμού από τις εστίες τους. Επέβλεπε ο ίδιος τα έργα και συζητούσε με τους πρόσφυγες για τα προβλήματά τους, όντας πάντα προσηνής και απλός. Το 1925 έφυγε από νομάρχης αλλά έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του στην Έδεσσα, την καινούρια του πατρίδα που τόσο αίμα χύθηκε για την απελευθέρωσή της.

Πέθανε σε ηλικία 65 ετών το 1946 στην Έδεσσα. Ο σύλλογος προσφύγων ανέγειρε ανδριάντα και μνημείο για τον Σταμάτη Σταματίου, αυτόν τον ανιδιοτελή και έντιμο Έλληνα που τόσο βοήθησε με τις ενέργειές του τους πρόσφυγες. Ο Σταμάτης Σταματίου έδειξε με τον βίο και την πολιτεία του πως οι μορφωμένοι εκείνη της εποχής είχαν ιδανικά και αξίες, αγαπούσαν και πολεμούσαν αν χρειάζονταν για την πατρίδα, σε αντίθεση με την σημερινή εποχή που όσο πιο «σπουδαγμένος», «διανοούμενος» και «κουλτουριάρης» είναι κάποιος, τόσο πιο εθνομηδενιστής και άπατρις είναι.

ΠΗΓΗ