ο Έλληνας κατακτητής του Περού

Η Κρήτη στέναζε το 1492 κάτω από τον βαρύ ζυγό των Βενετών, όταν οι Ισπανοί με τον Χριστόφορο Κολόμβο ανακάλυπταν τον “νέο κόσμο”. Οι Βενετοί ήταν σκληροί με τους Κρήτες και τους νέους άνδρες τους έβαζαν στις περίφημες βενετσιάνικες γαλέρες να τραβάνε κουπί. Εκείνο τον χρόνο στον Χάνδακα (Ηράκλειο) γεννήθηκε από φτωχούς Έλληνες γονείς ο Πέτρος, ο πατέρας του οποίου ήταν ναυτικός και είχε χαθεί σε κάποιο μακρινό ταξίδι. Η μητέρα του πέθανε από τις κακουχίες το 1497-98, κι έτσι ο μικρός Πέτρος έμεινε από πολύ νωρίς ορφανός και αναγκάστηκε να παλέψει για να επιβιώσει. Ένας γύφτος τον μάζεψε και του έμαθε την τέχνη του σιδερά που γνώριζε. Ο Πέτρος έξυπνος όπως ήταν έμαθε να κατεργάζεται τα μέταλλα και να φτιάχνει όπλα που ήταν τόσο χρήσιμα εκείνο τον καιρό.

Το Ηράκλειο παρέμενε μια σκοτεινή και καταθλιπτική πόλη που την περικύκλωναν τα τεράστια βενετσιάνικα τείχη με τα ανήλιαγα στενά δρομάκια στο εσωτερικό του. Ο Πέτρος δεν άντεχε να ζει σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον. Ήθελε να μπαρκάρει μ’ ένα πλοίο όπως ο πατέρας του για να ανακαλύψει καινούρια μέρη. ‘Ετσι λοιπόν πήρε την απόφαση και μπήκε ως οπλοποιός σ’ ένα από τα εκατοντάδες βενετσιάνικα πλοία που όργωναν εκείνη την εποχή όλη την Μεσόγειο. Το πλοίο όμως είχε την ατυχία να πέσει πάνω σε Σαρακηνούς πειρατές. Η ναυμαχία που ακολούθησε βύθισε το καράβι του Πέτρου. Τους περισσότερους που έπιασαν οι Σαρακηνοί τους πήραν για σκλάβους ή τους σκότωσαν. Μόνο τον Πέτρο κράτησαν επειδή ήταν σιδεράς.

Όταν έφθασαν στο Αλγέρι τον έβαλαν σε ένα σιδεράδικο κοντά σ’ έναν τεχνίτη που κατασκεύαζε κανόνια. Παρέμεινε εκεί για τρία χρόνια κι έμαθε όλες τις τεχνικές χειρισμού των μετάλλων και την κατασκευή κανονιών. Παρότι αιχμάλωτος περνούσε καλύτερα από τους άλλους αιχμαλώτους. Όμως, η σκλαβιά είναι πάντα σκλαβιά κι έτσι αποφάσισε να δραπετεύσει.

Μαζί λοιπόν, με άλλους χριστιανούς αιχμαλώτους, πήρε κρυφά μια νύχτα ένα λατίνι (είδος πλοίου) και από το Αλγέρι πέρασε στην απέναντι Ισπανική ακτή. Εκεί γρήγορα ξεχώρισε ανάμεσα στους φυγάδες λόγω της τέχνης που κατείχε άριστα, αλλά και της μεγάλης σωματικής του διάπλασης. Εκτός από αυτά διαπίστωσαν πως ήταν ένας γενναίος και έξυπνος άνδρας. Δεν άργησε λοιπόν, να ενταχθεί στην βασιλική Ισπανική φρουρά (αυτοκρατορική σωματοφυλακή) αν και ήταν ξένος. Με τις ικανότητες που επέδειξε προήχθη σε αξιωματικό της φρουράς. Ύστερα πήγε με τον Ισπανικό στρατό στην Ιταλία πολεμώντας την μάστιγα της Ανατολής, τους τούρκους. Ο γενναίος Κρητικός απέκτησε μεγάλη πείρα πολεμώντας με θάρρος και πάθος τους τούρκους.

Έπειτα γύρισε στην Ισπανία όπου ζητούσαν δυνατούς και τολμηρούς άνδρες να επανδρώσουν τις ισπανικές καραβέλες για να αποικήσουν τον νέο κόσμο. Ο Πέτρος μπήκε στο πλοίο υπό τις διαταγές του Πέδρο ντε λος Ριος και μετά από ταξίδι μηνών στον άγριο ωκεανό έφτασαν στον Παναμά το 1527. Ο Παναμάς εκείνη την εποχή ήταν μια περιοχή όπου μαζεύονταν κάθε τυχοδιώκτης, κατάδικος, φυγάς και γενικά το κατακάθι του παλαιού κόσμου (Ευρώπη). Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον για ένα ξένο, έφτιαξε ένα κατάστημα οπλοποιίας έχοντας πέντε υπαλλήλους, από τους οποίους, οι τρεις ήταν Έλληνες που σαν κι αυτόν η μοίρα τους είχε φέρει σ’ εκείνο το άγριο μέρος του κόσμου.

Ο Φραντσίσκο Πιζάρο είχε ήδη φύγει από τον Παναμά μαζί με άλλους τυχοδιώκτες για να εξερευνήσει την δυτική ακτή της νοτίου Αμερικής. Ο δεύτερος συναρχηγός της αποστολής, ο Ντιέγκο Αλμάγκρο είχε έρθει στον Παναμά για να στρατολογήσει άνδρες. Μόλις το έμαθε ο Πέτρος έτρεξε αμέσως και παρότι είχε κέρδη από την επιχείρησή του, ήθελε να εξερευνήσει τις άγνωστες θάλασσες και στεριές του Νότου. Όταν ο Πέτρος παρουσιάστηκε μπροστά στο Αλμάγκρο, αυτός τον κοίταξε από πάνω ως κάτω, πρόσεξε την γερή κορμοστασιά του και έμαθε για τις ικανότητές του και διαπίστωσε ότι ήταν ιδανικό μέλος για το πλήρωμά του.

Μέρες μετά το πλοίο σαλπάρισε και το δροσερό αεράκι φύσαγε στο πρόσωπο του Πέτρου που ήταν έτοιμος για νέες περιπέτειες. Ο Πιζάρο μαζί με τους δικούς του είχε στρατοπεδεύσει στην όχθη του ποταμού Σαν Χουάν στον Ισημερινό (Εκουαδόρ). Στην απέναντι όχθη του ποταμού τους περίμεναν 10.000 ετοιμοπόλεμοι ινδιάνοι, που τους πετούσαν ακόντια, δηλητηριασμένα βέλη και πέτρες.

Η κατάσταση των Ισπανών ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολη, ήταν τραγική. Είδαν σαν από μηχανής θεός τα πλοία που έρχονταν με τον Αλμάγκρο. Τελικά εγκαταστάθηκαν στο νησάκι Γκόγιο για να είναι πιο ασφαλείς. Η πείνα και οι στερήσεις όμως, σε συνδυασμό με το κλίμα αποδεκάτιζαν τους κονκισταδόρες (κατακτητές). Η κατάσταση έφτασε πλέον σε οριακό σημείο, το νησί Γκόγιο γινόταν ο τάφος για όλο και περισσότερους Ισπανούς και τους ξένους που ακολουθούσαν. Οι άνδρες στασίασαν ζητώντας να γυρίσουν στον Παναμά. Τότε εμφανίστηκε από τον Παναμά ένα πλοίο κι όλοι έτρεξαν για να μπουν μέσα. Βγήκε όμως μπροστά ο Φραντσίσκο Πιζάρο βρίζοντας και αφρίζοντας από τον θυμό του για την ατολμία τους. Χάραξε μια ευθεία γραμμή στο χώμα και είπε: “Καστιλιάνοι (Ισπανοί) από αυτήν την πλευρά υπάρχουν κίνδυνοι και θάνατος, από την άλλη αδράνεια. Εδώ το Περού και οι θησαυροί του, εκεί ο Παναμάς και η φτώχεια. Διαλέξτε, εγώ πηγαίνω στον Νότο”.

Ο πρώτος που πήδηξε την γραμμή προς το Περού ήταν ο Πέδρο ντε Κάνδια, ο δικός μας Πέτρος, ο Κρητικός και μετά ακολούθησαν άλλοι δώδεκα ακόμη. Οι υπόλοιποι έφυγαν, αλλά τους είπαν ότι θα έρχονταν με ενισχύσεις. Οι Ισπανοί προχώρησαν νοτιότερα στην ακτή με το πλοίο και μετά από εβδομάδες έφτασαν στην πόλη Τουμπέζ του Περού, που ήταν τμήμα της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Οι Ίνκας ήρθαν με 10-12 πιρόγες και περικύκλωσαν το πλοίο του Πιζάρο. Έκπληκτοι έβλεπαν τους λευκούς γενειοφόρους άνδρες με τις αστραφτερές πανοπλίες που γυάλιζαν κάτω από το φως του ηλίου. Οι Ισπανοί φοβόταν να μπουν μέσα στην πόλη, αν και οι Ίνκας τους καλούσαν να έρθουν. Όλοι τρόμαζαν στην ιδέα πως θα είναι περικυκλωμένοι από τόσους ισχυρούς αντιπάλους. Ο Πέτρος είπε στον Πιζάρο: “κύριε πηγαίνω μονάχος να δω τι κρύβεται στην κοιλάδα. Αν πεθάνω θα χάσεις ένα ακόμη άνδρα, πράγμα που δεν έχει σημασία. Αλλά αν πετύχω η νίκη σου θα είναι ακόμα πιο μεγάλη”. Ο Πέτρος χωρίς να το πολυσκεφτεί, έβαλε την πιο γυαλισμένη πανοπλία του, το πιο εντυπωσιακό κράνος που είχε, ζώστηκε και την θήκη του με το μεγάλο κοφτερό σπαθί του. Πήρε μαζί του και έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό τριών ποδιών και πάτησε στην στεριά. Οι Ισπανοί θαύμασαν αυτόν τον γενναίο Γραικό που χωρίς δισταγμό βάδιζε ολομόναχος ανάμεσα σε τόσο μεγάλο πλήθος. Το βάδισμά του ήταν στιβαρό και αγέρωχο, η πανοπλία του αντανακλούσε τον ήλιο και έμοιαζε από μακριά στους Ινδιάνους σαν τον Βιρακότσα. Ο Βιρακότσα ήταν ο λευκός γενειοφόρος Θεός που είχε έρθει από την Ανατολή διδάσκοντάς τους τις τέχνες, τα γράμματα και τους είχε υποσχεθεί ότι θα ξανάρθει. Οι Ίνκας τον θαύμασαν για το ανάστημά του κι όπως λέει ο θρύλος, για να δουν αν ήταν όντως θεός, άφησαν ένα λιοντάρι και μια τίγρη κι αυτά πήγαν στα πόδια του και κουλουριάστηκαν. Αυτός τα χάϊδεψε και χαμογέλασε. Οι Ίνκας τότε έτρεξαν και τον σήκωσαν στα χέρια τους πιστεύοντας πως ήταν ο γιος του ήλιου. Τον πήγαν ως το παλάτι στα χέρια τους και του έδειξαν ότι τα πάντα ήταν από χρυσό προς τιμήν του. Ο Πέτρος έμεινε στην πόλη για δυο μέρες και κατέγραψε τα πάντα. Έβλεπε τις οχυρώσεις της πόλης, τα σπίτια και τα σχεδίασε σ’ ένα χαρτί. Οι σύντροφοί του όταν γύρισε δεν τον πίστευαν, τον πέρασαν για τρελό όταν περιέγραφε τον πλούτο που είδε.

Την άνοιξη του 1528 πήγε μαζί με τον Πιζάρο στην Ισπανία, ως αρχηγός του πυροβολικού να δουν τον βασιλιά. Πήραν μαζί τους μερικούς ιθαγενείς, 3 λάμα, στολίδια για να τον πείσουν να χρηματοδοτήσει την αποστολή. Ο βασιλιάς ονόμασε τον Πέτρο ιδάλγο (ευγενή), για όλες τις περιπέτειες και τους κινδύνους που μπήκε για το ισπανικό στέμμα.

Στην επιστροφή από την Ισπανία, πήρε μαζί του 40 Κρητικούς που τους είχε ως σωματοφύλακες.

Τέλη του Ιανουαρίου του 1530 αναχώρησε από τον Παναμά με 185 άνδρες και 37 άλογα. Στην πόλη Καξαμάρκα στο Περού οι Ισπανοί είχαν περικυκλωθει από 200.000 Ινδιάνους κι ο Πέτρος είχε εγκατασταθεί στην κορυφή του ναού του ήλιου. Οι Ινδιάνοι επιτίθονταν με πυρακτωμένα βέλη με απανωτές επιθέσεις εναντίον των τριών κανονιών του Πέτρου. Οι βολές του Πέτρου θέριζαν τους Ινδιάνους σαν στάχυα, αλλά το πλήθος ήταν τόσο μεγάλο που δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά. Οι μάχες ήταν καθημερινές και το αίμα έρεε άφθονο και συνεχιζόταν για μήνες. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο Πέτρος πήρε την άδεια να εξερευνήσει την Βολιβία με 300 Ισπανούς και μερικούς Ινδιάνους.

Ο Πέτρος σκοτώθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου του 1542 στο χωριό Σούπας του Περού σε έναν ισπανικό εμφύλιο. Είχε προλάβει να παντρευτεί με την Λουθία Γκαρθία και είχε αποκτήσει έναν γιο που ίσως λεγόταν Μανώλης και ήταν και αυτός μεγαλόσωμος σαν τον πατέρα του. Απόκτησε επίσης και δυο κόρες την Μαρία και την Καταλίνα.

Στον επίλογο θα ήθελα να επισημάνω στους αναγνώστες των άγνωστων μορφών του Ελληνισμού που μπορεί να σκεφτούν, ποιος ο λόγος και τι το καλό θα μπορούσε να είχε κάνει ένας τυχοδιώκτης για να μνημονεύεται; Ας αναλογιστούν πως ο Πέτρος, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες που στέναζαν κάτω από τον τουρκικό ή τον βενετσιάνικο ζυγό, ήταν άνθρωποι της εποχής τους. Έμεινε από νωρίς ορφανός, μεγάλωσε και ανδρώθηκε μέσα στις στερήσεις και τις κακουχίες. Γι’ αυτό ας μην βιαστούμε να τον κρίνουμε αρνητικά. Έκανε ό,τι έκαναν οι περισσότεροι άνθρωποι εκείνης της ταραχώδους, μα και γοητευτικής εποχής, προσπαθούσε να επιβιώσει. Αυτό δεν το λέω για να δικαιολογήσω την σκληρότητα και την απανθρωπιά που επέδειξαν οι Ισπανοί στους ανίσχυρους Ινδιάνους, αλλά για να μην κρίνουμε το παρελθόν με τα μέτρα και σταθμά της εποχής μας.

ΠΗΓΗ