Ένας πολεμιστής του βασιλιά Πύρρου

Το 280 π.Χ., ο βασιλιάς Πύρρος, ο αετός της Ηπείρου, απέπλευσε με τον στρατό του από τις Ηπειρωτικές ακτές για την Νότια Ιταλία. Οι περιοχές της Νότιας Ιταλία και της Σικελίας ήταν τότε κατάσπαρτες από εκατοντάδες ελληνικές πόλεις και χωριά, δημιουργώντας έτσι μια νέα Ελλάδα έξω από τα όρια της ελληνικής μητρόπολης. Τον Πύρρο είχαν καλέσει οι κάτοικοι του Τάραντα, της μεγάλης σπαρτιατικής αποικίας που κινδύνευε από τις επιδρομές των βάρβαρων φυλών. Την εποχή εκείνη οι Ρωμαίοι είχαν αρχίσει σιγά-σιγά να παρενοχλούν και να κατακτούν τις Ελληνίδες πόλεις της περιοχής.

Ο στρατός του βασιλιά Πύρρου αποτελούνταν από 20.000 πεζούς, 3.000 ιππείς, 2.000 τοξότες, 500 σφενδονιστές και 20 ελέφαντες. Ένας από τους αξιωματικούς του Ηπειρώτικου στρατού ήταν και ο Μεγακλής που ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης του Πύρρου. Δεν γνωρίζουμε πότε γεννήθηκε ή κάτι άλλο για την ζωή του, εκτός από κάποια περιστατικά στην μάχη της Ηράκλειας κατά το 280 π.Χ. Ο στρατός του Πύρρου προχώρησε προς την Ηράκλεια, μια ελληνική πόλη νοτιοδυτικά του Τάραντα, ενώ οι Ρωμαίοι υπό τον ύπατο Λαιβίνο στρατοπέδευσαν ανάμεσα στην Ηράκλεια και στην Πανδοσία, πέρα από τον ποταμό Σίριν.

Ο Πύρρος, ο οποίος δεν είχε συναντήσει ποτέ ξανά τους Ρωμαίους, ήταν περίεργος και ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια τον αντίπαλο στρατό των Ρωμαίων. Έτσι, ίππευοντας το άλογό του και έχοντας σαν σύντροφό του στην κατασκοπεία τον Μεγακλή πήγε για αναγνώριση. Ο Πύρρος παρατηρώντας την τάξη, τις φρουρές και γενικότερα όλη την διάταξη του ρωμαϊκού στρατού, εξεπλάγην και γυρνώντας προς τον Μεγακλή του είπε: «Μεγακλή αυτή η τάξη των βαρβάρων δεν είναι βαρβαρική, τα έργα τους όμως θα τα δούμε». Αυτή ήταν η πρώτη επαφή του Πύρρου με τον ρωμαϊκό στρατό.

Οι Ρωμαίοι παρέταξαν 30.000 με 50.000 στρατιώτες εναντίον των Ελλήνων. Ο Πύρρος επικεφαλής των 3.000 ιππέων όρμηξε στους Ρωμαίους που τότε διέβαιναν το ποτάμι που τους χώριζε, ενώ κοντά του ήταν και ο Μεγακλής. Τα δόρατα των έφιππων ανδρών τρύπαγαν χωρίς δυσκολία τα κορμιά των αντίπαλων στρατιωτών. Κάποιος βάρβαρος παρακολουθούσε συνέχεια τον Πύρρο και το άλογό του με σκοπό να τον εξοντώσει. Κάποια στιγμή κατάφερε με το δόρυ του και χτύπησε το άλογο του βασιλιά.

Ταυτόχρονα ένας στρατιώτης του Πύρρου χτύπησε το άλογο του βαρβάρου και τον έριξε κάτω και στην συνέχεια τον σκότωσε. Επειδή ο Πύρρος φορούσε φανταχτερή πανοπλία και κράνος, με αυτόν τον τρόπο γινόταν στόχος για τους εχθρούς. Έτσι, αποφάσισε να τα δώσει όλα στον φίλο του Μεγακλή, ο οποίος ρίχτηκε στην μάχη χτυπώντας τους Ρωμαίους, ενώ το δόρυ του έσπασε από τα πολλά χτυπήματα. Αμέσως μετά γύμνωσε την κοπίδα του κατακόπτωντας τους βαρβάρους. Οι Ρωμαίοι βλέποντας τον Μεγακλή νόμιζαν ότι ήταν ο Πύρρος και του επιτίθονταν μαζικά. Βαθμηδόν και κατ’ ολίγον η μάχη άναψε γύρω του.

Ο Δέξιος, ένας αντίπαλος πολεμιστής, όρμησε κατά πάνω του και τα χτυπήματά του ήταν πολύ δυνατά. Η κλαγγή των όπλων σκέπαζε όλο το πεδίο της μάχης μαζί με τις φωνές. Ο Μεγακλής μετά τα απανωτά χτυπήματα έπεσε από το άλογό του και ο Δέξιος κατάφερε να του αρπάξει το κράνος και την βασιλική χλαμύδα, δείχνοντάς τα στον ρωμαϊκό στρατό, πιστεύοντας ότι ήταν του Πύρρου. Δεν γνωρίζουμε τι απέγινε κατά την διάρκεια της μάχης ο Μεγακλής. Η φτερωτή θεά έστεψε τα Ελληνικά όπλα αν και με μεγάλες απώλειες.

ΠΗΓΗ