Η βυζαντινή αυτοκρατορία είχε πέσει σαν χτυπημένο ζώο από τα ύπουλα χτυπήματα των Φράγκων και των Λατίνων εισβολέων στις 13 Απριλίου του 1204. Ήταν η Δ’ Σταυροφορία που αντί να κατευθυνθεί στους Αγίους Τόπους, πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Η αυτοκρατορία ήταν μια θλιβερή και μίζερη σκιά του άλλοτε ένδοξου και κραταιού παρελθόντος της. Ο τελευταίος αυτοκράτορας πριν την άλωση, ο Αλέξιος Ε’ Μούρτζουφλος μαζί με τους ανωτέρους ευγενείς είχε εγκαταλείψει την Πόλη σαν κλέφτης. Οι Φράγκοι σαν κοινοί πλιατσικολόγοι πυρπόλησαν την βασιλεύουσα, σκότωσαν με τον χειρότερο τρόπο 7.000 κατοίκους της μόνο την πρώτη μέρα της κατάληψής της. Εξανδραπόδισαν όσους κατοίκους συνέλαβαν ζωντανούς, έκαψαν και κατέστρεψαν όσα καλλιτεχνικά έργα από την αρχαία Ελλάδα είχαν διασωθεί ως τότε, καθώς και τα βιβλία από τις βιβλιοθήκες της.

Την επαύριον της κατάληψης της Πόλης, το μόνο που έβλεπε κανείς ήταν καπνίζοντα ερείπια και ράκη ανθρώπων να θρηνούν. Το μαύρο πέπλο της φραγκοκρατίας σκέπαζε σιγά-σιγά όλο τον τότε ελληνικό κόσμο. Μερικές μόνο εστίες αντίστασης παρέμεναν, ορισμένα παλληκάρια που αντιστέκονταν στους κατακτητές. Ένα απ’ αυτά τα παλληκάρια ήταν και ο Λέοντας Σγουρός ο διοικητής της Κορίνθου, του Άργους και του Ναυπλίου, μαζί με εδάφη που κατείχε στην Στερεά Ελλάδα και στην Θεσσαλία.

Όλοι οι βάρβαροι της Ευρώπης από Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Αγγλία και άλλες χώρες σαν αρπακτικά ξέσκιζαν το κορμί της Ελλάδας. Μετά από λίγο καιρό έφτασαν και στην Πελοπόννησο, καταστρέφοντας και ρημάζοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός που ήταν ο αρχηγός των σταυροφόρων, με βάση την Θεσσαλονίκη εξεστράτευσε στην νότια Ελλάδα. Ο Λέοντας ήταν στην Λάρισα μαζί με την γυναίκα του Ευδοκία και κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου και περίμενε τον Βονιφάτιο.

Οι σιδερόφρακτοι ιππότες του Βονιφάτιου έσπασαν την αντίσταση των λιγότερων και πιο φτωχά εξοπλισμένων στρατιωτών του Λέοντα. Οι μάχες συνεχίζονταν σώμα με σώμα και ο Λέοντας μαζί με τους στρατιώτες του υποχωρούσε συνέχεια προς την πατρίδα του την Πελοπόννησο. Πέρασε από τις Θερμοπύλες, αλλά δεν μπόρεσε να τις κρατήσει. Οι άνδρες του έγκατέλειψαν επειδή ήταν πολύ δεσποτικός και τυραννικός. Τέλος, ο Λέοντας πέρασε τον ισθμό της Κορίνθου και πήγε στο Ναύπλιο που το θεωρούσε οχυρότερο. Οι Φράγκοι πολιόρκησαν το κάστρο και προσπάθησαν να το πάρουν. Ο Λέοντας σαν παλληκάρι υπερασπίζονταν τα τείχη και με τους πιο θαρραλέους στρατιώτες έβγαιναν με τα άλογά τους μέρα-νύχτα και προξενούσε μεγάλες ζημιές στους εχθρούς του. Οι Φράγκοι και οι λατίνοι τα έβρισκαν σκούρα με αυτόν τον θαρραλέο και πανέξυπνο άνθρωπο, όπως τον έλεγαν. Είχαν περάσει ήδη 4 χρόνια από τότε που Φράγκοι είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και περιέτρεχαν την Ελλάδα για να βρουν φέουδα.

Ο Λέοντας ήταν μέσα στα στιβαρά τείχη της Ακροκορίνθου και αντεπιτίθονταν και αυτός με την σειρά του, όταν έβρισκε την ευκαιρία. Εκεί τον πολιορκούσε ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, ένας ικανότατος ιππότης. Τα πράγματα όμως, είχαν στενέψει πολύ για τον Λέοντα και τους στρατιώτες που υπερασπίζονταν την Ακροκόρινθο. Έβγαινε κάθε τόσο από τα τείχη και χτυπούσε τους φράγκους ευγενείς, σκοτώνοντας πολλούς στρατιώτες. Ήταν πλέον τέλη του 1208 με αρχές του 1209 και οι αντοχές των πολιορκουμένων είχαν εξαντληθεί από καιρό, όπως και οι προμήθειές τους.

Ο Λέοντας κοιτάζοντας γύρω του την τραγική κατάσταση που επικρατούσε, το μόνο που του έμενε να κάνει ήταν να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των μισητών δυτικών βαρβάρων. Χωρίς κανέναν δισταγμό πήδηξε πάνω στο άλογό του και άρπαξε τα χαληνάρια του. Με μιας έδωσε ώθηση και το άλογο ξεκίνησε να καλπάζει σαν μανιασμένο. Οι στρατιώτες του αποσβωλομένοι έβλεπαν τον “καπετάνιο των Ρωμαίων”, όπως τον έλεγαν, να κατευθύνεται με το άλογό του στα τείχη, τα οποία, δρασκέλισε και χάθηκαν στο κενό. Ο Λέων Σγουρός πέρασε στην αθανασία και στους θρύλους της φυλής ως ένας ακατάβλητος και γενναίος πολεμιστής που δεν φοβήθηκε κανέναν.

ΠΗΓΗ