ο ανθυπολοχαγός που έπεσε μαχόμενος στο ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου

Κατά το 1866 ένα μικρό μόνο κομμάτι του Ελληνισμού ανέπνεε τον γλυκό αέρα της ελευθερίας, 36 χρόνια μετά το τέλος της επανάστασης του 1821, όπου οι περισσότεροι Έλληνες ζούσαν ακόμη κάτω από τον ασήκωτο οθωμανικό ζυγό. Οι Έλληνες της Κρήτης δεν αποτελούσαν εξαίρεση, υποφέροντας τα πάνδεινα από τους βάρβαρους ανατολίτες. Οι υπόδουλοι Έλληνες δεν το έβαζαν όμως ποτέ κάτω και πάντα περίμεναν την ευκαιρία που θα σήμανε την απελευθέρωσή τους. Το ίδιο έκαναν και οι αδελφοί τους από την ελεύθερη Ελλάδα. Ένας τέτοιος ήταν και ο Ιωάννης Δημακόπουλος από την Βυτίνα Αρκαδίας που έσπευσε στην Κρήτη μόλις κηρύχθηκε η επανάσταση το 1866. 

Ο Ιωάννης Δημακόπουλος γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου του 1835 στην Βυτίνα της Αρκαδίας. Ο πατέρας του ήταν Συνταγματάρχης της χωροφυλακής και του ενστάλαξε από μικρό την αγάπη για την πατρίδα. Ανδρώθηκε στην Τρίπολη της Αρκαδίας και ο πατριωτισμός του τον έσπρωξε να μπει στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Ο γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γενναίος, που ήταν στρατηγός, εκτίμησε τις ικανότητες του νεαρού Ανθυπολοχαγού και τον πήρε ως υπασπιστή του. Όταν ξέσπασε η επανάσταση της Θεσσαλίας κατατάχθηκε εθελοντικά στα ένοπλα σώματα που έφυγαν από την ελεύθερη Ελλάδα. Ήταν πάντα πρώτος στην μάχη με αυτήν την άσβεστη φλόγα που καίει πάντα τους ιδεολόγους Εθνικιστές. Η επανάσταση της Θεσσαλίας δεν ήταν καλά προετοιμασμένη και γι’ αυτό απέτυχε.

Ο Ιωάννης Δημακόπουλος γύρισε στην Ελεύθερη Ελλάδα απογοητευμένος από την έκβαση του πολέμου, συνάμα όμως γεμάτος ελπίδες ότι κάποτε ο κατακεμαρτισμένος Ελληνισμός θα καταφέρει να ενωθεί σ’ ένα σώμα. Το 1866 μόλις ξέσπασε η επανάσταση των Κρητών, ζήτησε από το υπουργείο των στρατιωτικών να πάει στην Κρήτη για να πολεμήσει, αλλά το υπουργείο του το αρνήθηκε. Χωρίς να χάσει λεπτό, έφυγε δίχως να πάρει άδεια με το πρώτο πλοίο που βρήκε για την Κρήτη.

Φτάνοντας στο νησί του Μίνωα, στις 24 Σεπτεμβρίου του 1866, αποβιβάστηκε στην παραλία Μπαλί Μυλοποτάμου στο Ρέθυμνο. Εκεί βρήκε τον Συνταγματάρχη Πανο Κορωναίο που τον όρισε αμέσως φρούραρχο της Μονής Αρκαδίου που ήταν το επαναστατικό κέντρο της επαρχίας Ρεθύμνου.

Το νησί φλέγονταν απ’ άκρη σ’ άκρη από τις πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στους 45.000 τούρκους, αιγύπτιους, αλβανούς και λοιπούς βαρβάρους του οθωμανικού στρατού και τους ατάκτους Κρήτες. Μέσα στην μονή Αρκάδιου βρίσκονταν 250-300 μαχητές και 600-900 περίπου γυναικόπαιδα που προστατεύονταν πίσω από τα ισχυρά τείχη της μονής.

Η φωτιά του πολέμου έφτασε γρήγορα και στο Αρκάδι. Ήταν 8 Νοεμβρίου του 1866, όταν 20.000-23.000 οθωμανοί έφτασαν από το Ρέθυμνο για να ισοπεδώσουν την μονή, οι οποίοι είχαν μαζί τους και έξι κανόνια. Αρχηγός των τούρκων ήταν ο αιμοδιψής Μουσταφά Πασάς Κιριτλής, ο οποίος πριν φύγει από το Ρέθυμνο είχε διατάξει τον Ρεσίτ Πασά να απασχολεί τους οπλαρχηγούς του Μυλοποτάμου για μην μπορεί κανείς να βοηθήσει τους πολιορκημένους.

Πριν ξεκινήσουν την πολιορκία οι τούρκοι ζήτησαν από τους Έλληνες να παραδοθούν. Τότε όλοι μαζί, με προεξάρχοντες τον Δημακόπουλο και τον ηγούμενο της μονής Γαβριήλ Μαρινάκη, έδωσαν την απάντηση που έδιναν πάντα οι Έλληνες σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα ξεκάθαρο ΟΧΙ.

Το ντουφεκίδι άναψε αν και ήταν πολλοί περισσότεροι από τους Έλληνες δεν μπορούσαν να μπουν μέσα στο Αρκάδι. Ο Ιωάννης Δημακόπουλος μπροστάρης με το όπλο στο χέρι εμψύχωνε τα παλληκάρια στην πρώτη γραμμή. Τα κορμιά των τουρκαλβανών έπεφταν σωρηδόν μπροστά στα τείχη της μονής. Έτρεχε πάνω κάτω δίνοντας διαταγές για την καλύτερη άμυνα της μονής. Έλεγε στα γυναικόπαιδα να βοηθούν τους άντρες στην πρώτη γραμμή της μάχης, η οποία συνεχίστηκε όλη την μέρα. Οι τούρκοι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε, καθώς οι Έλληνες έμεναν ακλόνητοι στις επάλξεις, μη φειδόμενοι γενναιότητας. Οι κάνες των όπλων των αγωνιστών είχαν πάρει κυριολεκτικά φωτιά, μιας και η αναλογία ήταν ένας Έλληνας εναντίον 92 τούρκων. Οι πολιορκητές είχαν σκυλιάσει βλέποντας την άμυνα που αντέτασσαν οι επαναστάτες.

Τα ξημερώματα της 9ης Νοεμβρίου έφεραν από το Ρέθυμνο ένα μεγάλο κανόνι, την μπομπάρδα. Με αυτό σημάδεψαν την δυτική πύλη του μοναστηριού. Το χτύπημα ήταν καίριο και όλη η δυτική πύλη σωριάστηκε σαν χάρτινη στο έδαφος. Οι πέτρες της δυτικής πύλης καταπλάκωσαν και τον γενναίο ηγούμενο της μονής Γαβριήλ Μαρινάκη. Στην συνέχεια ο τουρκικός όχλος όρμησε στον περίβολο του Αρκάδιου.

Ο Ιωάννης Δημακόπουλος ήταν από την άλλη μεριά και μάχονταν με το όπλο του, χωρίς να έχει την δυνατότητα να γνωρίζει τι γίνονταν στην δυτική πύλη. Όταν οι τούρκοι ήταν πλέον μέσα στον περίβολο της μονής, ο Κωστής Γιαμπουδάκης τους περίμενε με έναν αναμμένο πυρσό στο χέρι. Η πυρίτιδα ήταν κοντά του. Περίμενε να πλησιάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι βάρβαροι. Στην στιγμή έριξε τον πυρσό. Αμέσως, τα πάντα τινάχθηκαν στον αέρα και η μονή σείσθηκε συθέμελα. Το Κούγκι της Κρήτης ήταν πια γεγονός!

Τα φυσίγγια των μαχητών του Δημακόπουλου είχαν πια τελειώσει. Τα στίφη των βαρβάρων είχαν κατακλύσει όλα τα σημεία της μονής, ενώ ο Δημακόπουλος μάχονταν ξιφήρης. Από την μανία της μάχης και τις αλλεπάληλες ορμητικές συγκρούσεις το ξίφος του έσπασε στα δύο. Όταν σταμάτησε η μάχη οι Κρήτες συναγωνιστές του πρότειναν να ντυθεί με την κρητική περιβολή, αλλά ο γενναίος αξιωματικός δεν δέχτηκε. Δεν θα μπορούσε να ατιμάσει τώρα στο τέλος την δοξασμένη στολή του Έλληνα αξιωματικού κρυπτόμενος. Όταν τον συνέλαβαν οι τούρκοι ήταν πάνω σε ένα σωρό άψυχων σωμάτων συναγωνιστών του και τούρκων. Τον πήγαν μπροστά στον Μουσταφά Πασά που με άγριο ύφος τον ρώτησε: «ποιος είσαι»; Ο Ιωάννης Δημακόπυλος απάντησε χωρίς κανένα φόβο «Έλλην αξιωματικός». Ο αιμοχαρής πασάς είπε στους στρατιώτες του: «Πάρτε τον, δικός σας είναι». Αυτοί τον πήραν και τον βασάνισαν με τον πιο άγριο και βάρβαρο τρόπο. Τον κατακρεούργησαν μαχαιρώνοντάς τον και λογχίζοντάς τον. Ο γενναίος αξιωματικός δεν έχασε το θάρρος του μπροστά σε αυτά τα μαρτύρια.

Από τους Έλληνες σώθηκαν περίπου 115 που τους περιέφερε ο πασάς στο Ρέθυμνο. Οι τούρκοι σε αυτήν την μάχη έχασαν 1.500 με 3.000 άνδρες. Το κορμί του ανθυπολοχαγού έφερε 18 μεγάλες πληγές από τα μαχαίρια και τις λόγχες. Δεν είχε ούτε ένα σημάδι από πυροβόλο όπλο, καθώς οι βάρβαροι ανατολίτες ηδονίζονταν βλέποντας να χύνεται το αίμα του παλληκαριού. Όταν ξεψύχησε ο ανθυπολοχαγός Δημακόπουλος στην γη της Κρήτης ήταν 31 ετών. Τόσο νέος, μα τόσο γενναίος.

ΠΗΓΗ