ο Αθηναίος οπλίτης που τυφλώθηκε στην μάχη του Μαραθώνα

Χαράματα της 12ης Σεπτεμβρίου στην πεδιάδα του Μαραθώνα, οι αχτίδες του ηλίου αντανακλούνταν πάνω στις ορειχάλκινες ασπίδες των 10.000 παραταγμένων Αθηναίων οπλιτών και των 1.000 Πλαταιέων. Αρχηγός των Ελλήνων ήταν ο Μιλτιάδης ο Αθηναίος. Απέναντί τους είχαν παραταγμένους 50 με 100.000 Πέρσες και Μήδους, αρχηγοί των οποίων ήταν οι Δάτης και Αρταφέρνης. Τους δυο στρατούς χώριζαν ο χείμαρρος Χάραδρος και 1.500 μέτρα. 

Οι Πλαταιείς είχαν το αριστερό άκρο της ελληνικής φάλαγγας. Εκείνη την εποχή και μόνο το όνομα “Πέρσες” προκαλούσε φόβο και τρόμο σε όλους τους λαούς της Μεσογείου. Τότε ήταν η πρώτη φορά που έρχονταν σε σύγκρουση η συμπαγής ελληνική φάλαγγα με τον περσικό στρατό. Ανάμεσα στους Αθηναίους οπλίτες ήταν και ο Επίζηλος, ο γιος του Κουφαγόρα, που κρατούσε στο αριστερό του χέρι την μεγάλη αργολική ασπίδα και στο δεξί του το δόρυ. Οι αυλητές των Ελλήνων έδιναν τον ρυθμό για να ξεκινήσουν οι οπλίτες, καθώς η συμπαγής ελληνική φάλαγγα με γρήγορο βήμα προχωρούσε προς τις γραμμές των Περσών. Ο Επίζηλος επιτάχυνε και σε λίγο φορώντας την βαριά πανοπλία έτρεχε μαζί με τους άλλους οπλίτες εναντίον των Περσών που τους κοιτούσαν απορημένοι, περνώντας τους για τρελούς, μιας και οι Έλληνες ήταν πολύ λιγότεροι από αυτούς.

Τα πρώτα βέλη χτύπησαν την ελληνική φάλαγγα, αλλά δεν την διέσπασαν. Ο Επίζηλος μαζί με τους άλλους οπλίτες έπεσαν σαν ένα μεταλλικό τείχος πάνω στους Πέρσες. Ο Επίζηλος με το δόρυ του λόγχιζε τους βαρβάρους και με την ασπίδα στο αριστερό του χέρι προστάτευε τον συμπολεμιστή του και ταυτόχρονα ωθούσε τις μπροστινές σειρές των οπλιτών, κάνοντας την φάλαγγα να λειτουργεί σαν έναν σώμα.

Ο στρατηγός των Ελλήνων, ο Μιλτιάδης, με ένα έξυπνο εγχείρημα παγίδευσε τους Πέρσες. Ενίσχυσε τα δύο κέρατα (άκρα) της φάλαγγας και άφησε ανίσχυρο το κέντρο. Με αυτό τον τρόπο χτύπησε και κατεδίωξε τα άκρα των Περσών. Το ανίσχυρο ελληνικό κέντρο χτυπήθηκε σφοδρά από τους Πέρσες που κατεδίωξαν τους οπλίτες του, αλλά αυτό ήθελε και ο Μιλτιάδης που τους κύκλωσε με τα δύο άκρα από πίσω. Το δόρυ του Επίζηλου είχε γίνει κόκκινο από το αίμα των βαρβάρων. Εκείνη την στιγμή ένας γιγαντόσωμος οπλίτης που τα γένια του κάλυπταν ολόκληρη την ασπίδα του και στεκόταν απέναντί του τον προσπέρασε και σκότωσε τον συμπολεμιστή του. Εκείνη την στιγμή κι εντελώς ξαφνικάο Επίζηλος έχασε την όρασή του.

Στη συνέχεια οι Έλληνες κύκλωσαν τους Πέρσες αποδεκάτιζοντάς τους, οι οποίοι ως μόνη σωτηρία έβλεπαν την φυγή προς τα πλοία τους για να σωθούν. Εκεί έγινε η πιο σκληρή μάχη, όπου ο Κυναίγειρος, ο αδελφός του Αισχύλου έχασε την ζωή του. Οι Έλληνες νίκησαν κατά κράτος τους Πέρσες σωριάζοντας στην πεδιάδα του Μαραθώνα 6.400 νεκρούς βάρβαρους και έχοντας απώλειες από την πλευρά των Αθηναίων μονάχα 192 οπλίτες. Ο Επίζηλος έχοντας χάσει πλέον το φως του, προσπαθούσε να καταλάβει ποια ήταν η έκβαση της μάχης. Από τα επιφωνήματα των άλλων οπλιτών κατάλαβε ότι μπορεί να έχασε την όρασή του, αλλά τουλάχιστον κέρδισαν την μάχη κατά των βαρβάρων.

Ο Μιλτιάδης αφού άφησε τον Αριστείδη και την Λεοντίδα φυλή στο πεδίο της μάχης μαζί με τους τραυματίες, πήρε τους υπόλοιπους Αθηναίους οπλίτες και έτρεξαν προς το Φάληρο, για να προστατέψουν την Αθήνα από μια περσική απόβαση. Οι Αθηναίοι αφού έθαψαν τους νεκρούς τους, έβαλαν δέκα πλάκες, μία για κάθε φυλή της Αθήνας με τα ονόματα των οπλιτών χαραγμένα πάνω τους. 

Ο Επίζηλος διηγούνταν χρόνια μετά την μάχη τις στιγμές πριν να χάσει την όρασή του. Η μάχη του Μαραθώνα θεωρείται ακόμη και 2.500 χρόνια μετά μια μάχη σταθμός στην ανθρώπινη ιστορία, μιας και αν έχαναν εκεί οι Έλληνες, η ελληνική ιστορία και επακόλουθα η παγκόσμια ιστορία, θα ήταν πολύ διαφορετική και σίγουρα πιο σκοτεινή. 

Σαν κατακλείδα θα αφιερώσουμε σε αυτούς τους ήρωες έναν στίχο του Κωστή Παλαμά, που τα λέει όλα: Οι Μαραθώνες ─ μάθετε ─ γεννούν τους Παρθενώνες.

ΠΗΓΗ