ο γενναίος ναύαρχος στην ναυμαχία της Λάδης

Η Περσική αυτοκρατορία εκτεινόταν από τον ποταμό Ίστρο (Δούναβη) ως τον ποταμό Ινδό και από τις ερήμους της Αιγύπτου και της Λιβύης ως τους πρόποδες των Ιμωδών όρεων (Ιμαλάια). Αυτή η γιγάντια αυτοκρατορία με τα εκατοντάδες έθνη και φυλές που την αποτελούσαν, μπορούσε να παρατάξει εκατομμύρια έμπειρων πολεμιστών.

Την άνοιξη του 494 π.Χ., οι Πέρσες είχαν πόλεμο σε μια μικρή γωνιά της αυτοκρατορίας τους, στην Ιωνία. Οι Ίωνες είχαν ξεσηκωθεί ενάντια στην περσική καταπίεση και βαρβαρότητα. Ο πόλεμος διήρκησε πέντε χρόνια από το 499 π.Χ., μέχρι τότε το 494π.Χ., με νίκες αλλά και ήττες για τους Έλληνες. Όλοι οι Ίωνες των παραλίων, όπως και των νησιών μαζί με Αιολείς, Δωριείς της Ασίας και Κύπριους αγωνίζονταν μέχρις εσχάτων εναντίον των Περσών. Το 494 π.Χ., συγκεντρώθηκαν οι στόλοι των Χίων, Λέσβιων, Σαμίων, Φωκαέων και Μιλησίων στην νησίδα Λάδη που βρισκόταν έξω από την Μίλητο, την μητρόπολη όλης της Ιωνίας. Αυτόν τον ετερόκλητο στόλο τον διοικούσε ένας στρατηγός με σοφία και ανδρεία, μα πάνω απ’ όλα με φιλοπατρία. Ήταν ο Διονύσιος από την Φώκαια, που είχε υπό τις διαταγές του 353 πολεμικά πλοία, εκ των οποίων τα 100 ήταν της Χίου και μόνο τα 3 ήταν της Φώκαιας.

Οι Πέρσες είχαν συγκεντρώσει ήδη τα στρατεύματά τους έξω από τα τείχη της Μιλήτου και τον στόλο τους κοντά στην θάλασσα της Μιλήτου. Ο περσικός στόλο αποτελούνταν από 600 πλοία από την ακτή της Φοινίκης (Τύρος, Σιδώνα), Αίγυπτο, Κιλικία (νότια ακτή της σημερινής Τουρκίας, βόρεια της Κύπρου) και τέλος από την σκλαβωμένη Κύπρο.

Μόλις έφτασαν οι Πέρσες στην Μίλητο, οι Έλληνες της Ιωνίας συγκάλεσαν πολεμικό συμβούλιο στην νησίδα Λάδη. Αγόρευσαν όλοι οι στρατηγοί λέγοντας πώς θα έπρεπε να πολεμήσουν τους Πέρσες. Ο Διονύσιος τους άκουγε με περίσκεψη και έβλεπε πως οι περισσότεροι Ίωνες ήταν απόλεμοι και ζούσαν μέσα στις ανέσεις, χωρίς να είναι καθόλου σκληραγωγημένοι. Αυτά σκεφτόταν όταν ήρθε η ώρα να μιλήσει, σηκώθηκε όρθιος και πήγε ανάμεσα στο πλήθος. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει, μιας και ήταν άντρας της δράσης και όχι των λόγων.

Ο Διονύσιος είπε αυτά στους συγκεντρωμένους Ίωνες: “Άνδρες Ίωνες, η κατάσταση έχει φτάσει στην κόψη του ξυραφιού για μας, ή δηλαδή θα ζήσουμε ελεύθεροι ή θα γίνουμε δούλοι και μάλιστα ως δραπέτες (η τιμωρία των δούλων που δραπέτευαν ήταν σκληρή). Τώρα λοιπόν, αν θέλετε να υποστείτε τις ταλαιπωρίες, για λίγο διάστημα θα κοπιάσετε, αλλά θα καταστείτε ικανοί να νικήσετε τους εχθρούς και να μείνετε ελεύθεροι. Αν όμως συμπεριφερθείτε με μαλθακότητα και απειθαρχία, δεν έχω καμιά ελπίδα ότι θα αποφύγετε να λογοδοτήσετε στον βασιλιά για την αποστασία σας. Πεισθήτε λοιπόν, σ’ εμένα και εμπιστευθείτε τους εαυτούς σας. Και σας υπόσχομαι αν οι θεοί μείνουν ουδέτεροι, οι εχθροί δεν θα θέλουν να συγκρουσθούν ή εάν συγκρουσθούν θα νικηθούν κατά κράτος”. Όταν άκουσαν τον λόγο του Διονυσίου οι Ίωνες ενθουσιάστηκαν και του έδωσαν την αρχηγία του στόλου.

Ήταν πια καλοκαίρι και οι φλογισμένες ακτίνες του ήλιου έκαιγαν σαν καυτό κύμα τα κορμιά των ναυτών. Ο Διονύσιος ως καλός στρατηγός που ήταν άρχισε τα γυμνάσια για να εξασκήσει και να σκληραγωγήσει τους άνδρες του. Κάθε μέρα έβγαζε τα πλοία στα ανοικτά σε ευθεία γραμμή και εκπαίδευε τα πληρώματά τους στην διάσπαση της εχθρικής παράταξης και γύμναζε τους οπλίτες. Όλη την υπόλοιπη μέρα κρατούσε τα πλοία σε επιφυλακή και δεν άφηνε τους άνδρες να αποβιβασθούν στην στεριά για να ξεκουραστούν. Επί επτά μέρες οι Ίωνες πειθαρχούσαν στις διαταγές που τους έδινε ο Διονύσιος. Αλλά οι Ίωνες των παραλίων δεν ήταν συνηθισμένοι σε τέτοια σκληραγωγία, στις ταλαιπωρίες και στον καυτό ήλιο, γι’ αυτό κι άρχισαν να δυσανασχετούν και να γκρινιάζουν ανοιχτά. Οι Ίωνες έλεγαν λοιπόν αυτά: “Σε ποιον άραγε Θεό αμαρτήσαμε και υποφέρουμε αυτά τα βάσανα; Ασφαλώς παραφρονήσαμε και έχουμε χάσει τους λογικά μας, αφού εμπιστευθήκαμε τους εαυτούς μας σε έναν αλαζόνα Φωκαέα, που μόνο τρία πλοία μας έφερε. Αυτός μας έχει παραλάβει και μας έχει υποβάλει σε κόπους ανυπόφορους. Πολλοί από εμάς έχουν αρρωστήσει ήδη και πολλοί βρίσκονται στα πρόθυρα της αρρώστιας. Μπροστά σε αυτά τα παθήματα είναι προτιμότερο να πάθουμε οτιδήποτε άλλο, ακόμη και αυτήν την δουλεία που μας περιμένει να υπομείνουμε, όποια και να είναι αυτή, παρά να συνεχίσουμε να υποφέρουμε την τωρινή. Εμπρός λοιπόν, από εδώ και πέρα να μην υπακούμε τις διαταγές του”.

Μετά από αυτά, οι στρατιώτες έστησαν τις σκηνές τους στο έδαφος της Λάδης και κάθονταν στην σκιά χωρίς να δίνουν σημασία στις εντολές του Διονυσίου. Αρνούνταν πια να μπουν στα πλοία για να κάνουν ασκήσεις. Όλα αυτά στεναχωρούσαν πολύ τον Διονύσιο, αλλά τι μπορούσε να κάνει όταν αυτοί οι άντρες ήταν συνηθισμένοι στην τρυφιλή ζωή της Ιωνίας. Δυστυχώς αυτοί οι ανόητοι άνδρες θα έκριναν την μοίρα της Ιωνίας με την μαλθακότητα και την δειλία τους. Τότε τα φοινικικά πλοία άρχισαν να πλέουν εναντίον του Ελληνικού στόλου. Οι Ίωνες βγήκαν στα ανοιχτά και παρατάχθηκαν σε σχήμα ημισελήνου. Τα πλοία εμβόλιζαν το ένα το άλλο, τα ξύλα έσπαζαν και οι πεζοναύτες πηδούσαν από το ένα πλοίο στο άλλο. Η ναυμαχία εξελισσόταν, όταν οι Σάμιοι αποχώρησαν χωρίς καμία προειδοποίηση είτε από δειλία, είτε επειδή υπήρξε από πριν συνεννόηση από πριν με τον Αιακέα, τον Έλληνα απεσταλμένο των Περσών. Από τους Σάμιους μόνο ένδεκα πλοία παρέμειναν στις θέσεις τους, υπακούοντας ακόμη στις διαταγές του Διονυσίου. Αμέσως μετά αποχώρησαν όλοι οι Λέσβιοι. Οι μόνοι που έμειναν και πολεμούσαν ακόμη με μεγάλη γενναιότητα ήταν οι Χίοι. Όσοι έμειναν πολεμούσαν πια για την ζωή τους.

Η θάλασσα είχε γεμίσει κουφάρια πλοίων και πτώματα που επέπλεαν. Η ναυμαχία είχε πια κριθεί, με τους Έλληνες ηττημένους. Οι Πέρσες ισοπέδωσαν την ηγέτιδα πόλη της Ιωνίας την Μίλητο, οι περισσότεροι άνδρες θανατώθηκαν και οι υπόλοιποι κάτοικοι εκτοπίσθηκαν στην Μεσοποταμία και στην Περσία.

Ο Διονύσιος με τα τρία πλοία που διοικούσε, έσπασε των κλοιό του εχθρικού ναυτικού και έπλευσε προς την Κύπρο, γιατί γνώριζε πως η πατρίδα του Φώκαια θα υποδουλωθεί όπως και η υπόλοιπη Ιωνία. Από την Κύπρο πήγε στην Φοινίκη (Λίβανο) και βύθιζε μόνο φοινικικά πλοία. Δεν θα έκανε κακό σε Έλληνες παρά μόνο θα μείωνε όσο γινότανε την βαρβαρική δύναμη. Ο Διονύσιος μετά από την Φοινίκη έπλευσε με αυτά τα τρία πλοία στην Σικελία όπου καταλάμβανε όποια ετρουσκικά και καρχηδονιακά πλοία συναντούσε. Δεν ξανακούστηκε κάτι για τον Διονύσιο και μάλλον δεν γύρισε ποτέ πίσω στην πατρίδα Φώκαια.

ΠΗΓΗ