Η πολεμίστρια της Ρόδου

Σαν ένα τεράστιο μαύρο πέπλο είχε σκεπάσει η τουρκική βαρβαρότητα την χερσόνησο του Αίμου, κάνοντας τον Ελληνισμό να στενάζει κάτω από την σκλαβιά του τούρκου. Απ’ όπου κι αν περνούσαν δεν άφηναν τίποτε όρθιο, παρά μόνο καπνίζοντα ερείπια, ερήμωση και σκλαβιά για τους άτυχους λαούς που συναντούσαν στο διάβα τους. Είχαν βάλει στο μάτι και την Ρόδο, που την κρατούσαν οι Ιωαννίτες ιππότες από το 1309 που προκαλούσαν στους τούρκους μεγάλες καταστροφές.

Η πρώτη προσπάθεια των τούρκων να κατακτήσουν την Ρόδο έγινε στις 23 Μαίου του 1480, χωρίς κανένα αποτέλεσμα και με μεγάλες απώλειες. Τα σύννεφα του πολέμου όμως, έφτασαν ξανά πάνω από το ηλιόλουστο νησί της Ρόδου, κατά το έτος 1522. Τον προηγούμενο χρόνο το Βελιγράδι είχε πέσει στα χέρια των οθωμανών, μετά από σκληρή πολιορκία. Η κατάληψη του Βελιγραδίου αποτελούσε για τον Σουλεϊμάν τον «μεγαλοπρεπή» το ένα από τα δύο μέρη της παρακαταθήκης του πατέρα του Σελίμ Α’, που του έλεγε: «θα βασιλέψεις μέγας και ισχυρός, φτάνει να καταλάβεις το Βελιγράδι και να διώξεις τους ιππότες της Ρόδου». Μετά την κατάληψη του Βελιγραδίου, ο Σουλεϊμάν προετοίμαζε τα στρατεύματα και τα εφόδια που χρειάζονταν για να εκπορθήσει και την Ρόδο.

Ήταν 26 Ιουνίου του 1522, όταν οι προπομποί των οθωμανών αποβιβάζονταν κατά χιλιάδες στα παράλια της Ρόδου με 400 πλοία, περίπου 100.000 στρατιώτες υπό τον Μουσταφά πασά. Οι υπερασπιστές της Ρόδου ήταν ολιγάριθμοι, κοντά στις 5.000 στρατιώτες. Απ’ αυτούς οι 200 ήταν ιππότες και 400 Κρήτες (Έλληνες και Βενετοί) και 4.500 Ρόδιοι στρατιώτες και έφεδροι. Οι πρώτες μάχες ξεκίνησαν και οι πρώτοι νεκροί οθωμανοί έπεσαν από τα τείχη γεμίζοντας την τάφρο με τα κουφάρια τους.

Στις 28 Ιουλίου έφτασε στο νησί ο ίδιος ο Σουλειμάν για να διευθύνει τις επιχειρήσεις της πολιορκίας. Βλέποντας τους νεκρούς γενίτσαρους να έχουν κυκλώσει τα τείχη της πόλης εξοργίστηκε και ζήτησε το κεφάλι του Μουσταφά πάσα. Οι σύμβουλοί του τον απέτρεψαν. Έτσι λοιπόν, ανέθεσε την στρατηγία στον Αχμέτ πασά και αυτός χωρίς να χάσει χρόνο διέταξε να βομβαρδίζουν συνέχεια τα τείχη με τα τεράστια και πανίσχυρα κανόνια τους. Οι μπάλες των κανονιών έφτασαν να έχουν μέχρι και 300 κιλά βάρος και 50 εκατοστά διάμετρο. Οι λαγουμιτζήδες (αυτοί που έσκαβαν σήραγγες για να υπονομεύσουν τα τείχη), έσκαβαν νυχθημερόν κάτω από τα τείχη για να τα ρίξουν, αλλά μάταια. Τις πιο πολλές φορές τους έβρισκαν οι υπερασπιστές και τους σκότωναν την ίδια στιγμή. Η πίσσα, το καυτό λάδι και οι σφαίρες από τα αρκεβούζια (πρόγονος του τυφεκίου) πλημμύριζαν τα τείχη σκορπίζοντας τον θάνατο. Οι μέρες και οι εβδομάδες περνούσαν με συνεχείς και ανηλεείς βομβαρδισμούς. Μέσα στο κάστρο υπήρχαν προδότες που συνεργάζονταν με τους τούρκους, στέλνοντάς τους μηνύματα πάνω σε βέλη, γράφοντάς τους ποια ήταν τα αδύναμα σημεία των τειχών και ότι θα έπρεπε να συνεχίσουν την πολιορκία, παρ’ όλο που είχαν χάσει χιλιάδες στρατιώτες. Οι μπάλες των κανονιών θρυμμάτιζαν τα τείχη και σκότωναν μαζί και τους υπερασπιστές. Στον Αγγλικό προμαχώνα του κάστρου πολεμούσε γενναία ο ιππότης Κέσιγκτον, αλλά σκοτώθηκε από τους τούρκους πάνω στην μάχη. Ήταν παντρεμένος με μια όμορφη Ρόδια, την Αναστασία και είχαν μαζί δύο παιδιά. Όταν η Αναστασία είδε τον άνδρα της πεσμένο στα τείχη με κατακόκκινη την πανοπλία του, έτρεξε και τον θρήνησε. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν ώρα για θρήνους, αλλά για αντίσταση στους τούρκους που καιροφυλακτούσαν από έξω. Πήγε στο σπίτι της, αγκάλιασε τα δύο της παιδιά, τα φίλησε με αναφιλητά και τα έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε στην αγκαλιά της για να τα χορτάσει. Πώς μπορούσε να κάνει αυτό που σκεφτόταν; Μια μάνα να σκοτώσει τα ίδια της τα παιδιά; Κι όμως, τα σκότωσε για να μην πέσουν στα χέρια των ορδών της Ασίας. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια ακραία κατάσταση, είναι ικανός να κάνει τα πάντα. Έτσι και η Αναστασία, μετά τα κλάματα ζώστηκε την ματωμένη πανοπλία του άνδρα της και έτρεξε πάραυτα στα τείχη. Οι τούρκοι ανέβαιναν κατά χιλιάδες από τις σκάλες που έβαζαν στα τείχη. Η Αναστασία έβγαλε το σπαθί από το θηκάρι και όρμηξε εναντίον των γενίτσαρων ακρωτηριάζοντας και σκοτώνοντας πλήθος απ’ αυτούς. Το σπαθί της είχε αποκτήσει μια έντονη κόκκινη απόχρωση, το ίδιο και η βαριά μεταλλική πανοπλία που την βάραινε όλο και περισσότερο. Τα πόδια της λύγιζαν από το βάρος, τα χέρια της δεν μπορούσαν να κουμαντάρουν το τεράστιο ιπποτικό σπαθί, αλλά δεν έκανε ούτε βήμα πίσω, σωριάζοντας μπροστά της πολλούς γενίτσαρους. Οι άλλοι ιππότες από τους διπλανούς προμαχώνες έβλεπαν τον Κέσιγκτον να πολεμάει, ενώ λίγη ώρα πριν τον είχαν δει να πέφτει σκοτωμένος. Πραγματικά, δεν ήξεραν τι να υποθέσουν.

Τα τείχη έπεφταν με πάταγο από τις κανονιές και η Αναστασία πολέμαγε σαν λιοντάρι. Οι τούρκοι όντας αριθμητικά περισσότεροι από τους υπερασπιστές, περικύκλωσαν την Αναστασία και την τρύπησαν με τα δόρατα και τα σπαθιά τους. Σωριάστηκε κάτω από τα χτυπήματα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Όταν οι γενίτσαροι έβγαλαν το κράνος για να δουν ποιος ήταν αυτός ο ιππότης που αντιστάθηκε με τέτοια γενναιότητα, αντίκρισαν έκπληκτοι αυτή την γυναίκα.

Σ’ αυτήν την πολιορκία, οι τούρκοι έχασαν 50.000 άνδρες, τους μισούς από τους αρχικούς στρατιώτες που είχαν. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1522 ο μεγάλος μαγίστρος ήρθε σε συμφωνία με τον Σουλεϊμάν για να του παραδώσει την Ρόδο. Η συμφωνία έλεγε πως εντός 12 ημερών έπρεπε όλοι οι ιππότες να εγκαταλείψουν την Ρόδο μαζί με όλη τους την περιουσία. Οι Έλληνες και οι Λατίνοι θα είχαν φορολογική απαλλαγή για 5 χρόνια και πως δεν θα πειράζονταν καμμία εκκλησία, ούτε θα μετατρεπόταν σε τζαμί. Όσοι Έλληνες και Λατίνοι ήθελαν να φύγουν έπρεπε νε το πράξουν εντός 3 ετών. Δεν πρόλαβαν να φύγουν οι ιππότες και την παραμονή των χριστουγένων, οι γενίτσαροι επιτέθηκαν στην πόλη σφάζοντας και ρημάζοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Την 1η Ιανουαρίου του 1523 οι ιππότες έφυγαν για την βενετοκρατούμενη Κρήτη αρχικά και μετά για την Μάλτα.

ΠΗΓΗ