Οι Έλληνες στρατιώτες εκπληρώνοντας τα όνειρα της φυλής να ενώσουν κάτω από ένα έθνος-κράτος όλους τους Έλληνες, βάδιζαν στις ερήμους της κεντρικής Μικράς Ασίας, εκείνο τον καταραμένο Αύγουστο του 1922. Δεν ήξεραν που πήγαιναν, την στιγμή που ο ανεφοδιασμός για τα αναγκαία ήταν προβληματικός, οι στρατιώτες δεν είχαν τροφή και τα πυρομαχικά ήταν περιορισμένα. Δύο σώματα στρατού το Α’ και το Β’ στο νότιο μέτωπο στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ με 16 αποδεκατισμένα τάγματα μάχονταν εναντίον 60 τουρκικών ταγμάτων, 16 ιλών ιππικού και 23 πυροβολαρχιών που τους είχαν κυκλώσει από τα γύρω υψώματα και έβαλλαν συνεχώς εναντίον τους.   Στις 13 Αυγούστου άρχισε η μάχη του Αλή Βεράν. Η 1η, η 4η και η 5η Μεραρχία έδιναν την ύστατη μάχη εναντίον του Κεμάλ. Οι στρατιώτες πεινούσαν, διψούσαν και δεν είχαν ξεκουραστεί για εβδομάδες, αλλά παρ’ όλα αυτά ως Έλληνες έδειξαν αξιοθαύμαστη καρτερικότητα και υπομονή.   Οι μάχες ήταν συνεχείς και πολύνεκρες. Οι τούρκοι προβαίναν σε συνεχείς επιθέσεις, ενώ ο καυτός ήλιος και η σκόνη οκλοκλήρωναν την τραγικότητα της κατάστασης. Αρχηγός της στρατιάς στην περιοχή ήταν ο Νικόλαος Τρικούπης μαζί με τον Διγενή. Η επικοινωνία μεταξύ των μεραρχιών και των ταγμάτων τους ήταν ελλιπέστατη, καθώς στα μετόπισθεν δεν γνώριζαν τι συνέβαινε στην πρώτη γραμμή της μάχης. Όμως, παρά τα πάμπολλα προβλήματα, οι στρατιώτες μάχονταν γενναία στα χαρακώματα και ορμούσαν εφ’όπλου λόγχη κατά των τούρκων.   Ανάμεσά τους ήταν και ο Αντισυνταγματάρχης Αθανάσιος Σακέτας από την Σπάρτη, πάντα πρώτος και με τ’ όπλο στο χέρι, εμψύχωνε τους στρατιώτες του αποσπάσματός του, δίνοντάς τους το καλό παράδειγμα. Ήταν ο τύπος του Έλληνα αξιωματικού που δεν λυγίζει μπροστά σε καμία δυσκολία. Η 13η Αυγούστου κύλησε μέσα στους κανονιοβολισμούς από τις τούρκικες πυροβολαρχίες και τις αψιμαχίες με τους τούρκους. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έφτασε η μαύρη μέρα της 17ης Αυγούστου, όταν το μέτωπο κατέρρεε σ’ όλο του το μήκος και οι δυνάμεις του Κεμάλ αναζωογονημένες και έχοντας πολλές εφεδρείες, έκαναν την τελική επίθεση. Καθώς σάρωναν τα πάντα στο πέρασμά τους, τα παλληκάρια μας αμύνονται μέχρις εσχάτων. Το έργο των τριών μεραρχιών υποστήριζαν η 9η, η 12η και η 13η Μεραρχία πεζικού, αλλά οι αντικρουόμενες εντολές που κατεύθαναν από το αρχηγείο μπέρδεψαν τον στρατηγό Νικόλαο Τρικούπη.   Τελικά, οι Στρατηγοί Τρικούπης και Διγενής, οι δυο διοικητές αντίστοιχα του Α’ και Β’ Σωμάτων στρατού διέταξαν υποχώρηση. Τα πτώματα συσσωρεύτηκαν στην πεδιάδα του Αλή Βεράν, το μέτωπο έσπασε και οι 6 μεραρχίες χωρίστηκαν σε 3 φάλαγγες και η κάθε μια φάλαγγα έφυγε από διαφορετικό δρόμο. Ο Αν/χης Σακέτας όμως θεώρησε ατιμία να παραδοθεί στους τούρκους, η στολή του Έλληνα αξιωματικού που φορούσε τόσα χρόνια δεν του το επέτρεπε. Έβρισε τους στρατηγούς που παραδόθηκαν στους τούρκους μαζί με άλλους 4.500 χιλιάδες αξιωματικούς και οπλίτες. Έβριζε τους τουρκούς που ερχότανε να τον συλλάβουν, αυτός πάνω στο άλογό του, τράβηξε το τιμημένο ξίφος από το θηκάρι και το ανέμησε στον αέρα και με δυνατές κραυγές όρμηξε ίσια πάνω στους τούρκους.   Οι τούρκοι βλέποντάς τον ξαφνιάστηκαν, ενώ όλοι παραδίδονταν αυτός τους επιτέθηκε, το σπαθί του χτύπησε έναν τούρκο και τον σώριασε νεκρό. Ένας άλλος τούρκος στρατιώτης σήκωσε το όπλο του και τον σημάδεψε. Η σφαίρα έφυγε σφυρίζοντας και χτύπησε τον γενναίο αντισυνταγματάρχη, ρίχνοντάς τον κάτω από το άλογο. Το αίμα του ανδρείου αξιωματικού χύθηκε στην γη της Μικράς Ασίας, ποτίζοντας το αθάνατο δένδρο της λευτεριάς της Ελλάδος.   ΠΗΓΗ