Η ηρωίδα στην έξοδο του Μεσολογγίου

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέειστέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.”Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ‘γώ στο χέρι;Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει.

Μέσα από αυτούς τους στίχους του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολομού περιγράφεται η κατάσταση που επικρατούσε μέσα από τείχη του Μεσολογγίου. Η πείνα θέριζε μανάδες και παιδιά, μαζί και τους αγωνιστές που δεν μπορούσαν πια απ’ την εξάντληση να σηκώσουν τα ντουφέκια. Έφθασαν να φάνε και τα φύκια της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, τόση ήταν η έλλειψη τροφίμων στην πολιορκημένη για ένα χρόνο πόλη. Ο Κιουταχής, ο τούρκος πασάς, πολιορκούσε την πόλη με 20.000 στρατιώτες τούρκους και αλβανούς και 30.000 άνδρες φρουρούσαν τα περάσματα και άλλα στρατηγικά σημεία. Στο Μεσολόγγι υπήρχαν 4.000 επαναστάτες, ανάμεσά τους Σουλιώτες και άλλοι Έλληνες. Η πολιορκία είχε αρχίσει στις 15 Απριλίου του 1825, με τα κανόνια του Κιουταχή να αντηχούν στον αέρα. Έκτος από τους μάχιμους άνδρες, εντός των τειχών υπήρχαν και χιλιάδες γυναικόπαιδα. Παντρεμένες, ανύπαντρες και χήρες. Μια από τις χήρες ήταν και η Αλεφαντώ από το Γαλαξίδι μαζί με την μικρής της κόρη. Η Αλεφαντώ είχε χάσει στην αρχή της επανάστασης τον άνδρας της Ζανά σε μια μάχη με τους τούρκους στην Κυλλήνη τον Μάιο του 1821. Πήγε πάλι στο Γαλαξίδι, από εκεί που πέρασαν οι ορδές του Ισμαήλ Πασά καίγοντας και ρημάζοντας τον τόπο. Απ’ εκεί έφυγε καταδιωκόμενη κι έφτασε στο νησάκι Κάλαμο, ανάμεσα στην Αιτωλοακαρνανία και την Ιθάκη. Από τον Κάλαμο πέρασε στο Μεσολόγγι. Η κατάσταση εντός των τειχών ήταν οικτρή, με τα σκελετωμένα κορμιά να ξεπροβάλλουν μέσα από τα κατεστραμμένα από τις οβίδες σπίτια. Η Αλεφαντώ σαν αγρίμι κρατούσε στο ένα χέρι της το καριοφίλι αγωνιζόμενη υπέρ βωμών και εστιών και στο άλλο χέρι το μικρό της κοριτσάκι.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1825 ήρθε να ολοκληρώσει την στενή πολιορκία ο πασάς της Αιγύπτου, ο Ιμπραήμ, μαζί με 15.250 άνδρες. Ήταν καλύτερα εξοπλισμένος και είχε Γάλλους εκπαιδευτές για τον στρατό του. Τα κανόνια και τα όπλα λυσσομανούσαν εναντίον του Μεσολογγίου. Ο Κιουταχής άλλωστε είχε εντολή από τον σουλτάνο «ή θα πάρεις το Μεσολόγγι ή θα χάσεις το κεφάλι σου». Μερικά πλοία και βάρκες διασπούσαν πότε-πότε τον ασφυκτικό αποκλεισμό από την λιμνοθάλασσα, φέρνοντας πολύτιμα εφόδια για τους πολιορκημένους. Το κοριτσάκι της Αλεφαντούς έκλαιγε μια και ήταν μέρες νηστικό. Μόνο όταν έβλεπε το παιδί της να υποφέρει στεναχωριόταν, ειδάλλως δεν την ενδιέφερε τι θ’ απογίνει η ίδια. Οι μέρες και οι μήνες περνούσαν μ’ αυτήν την καθημερινότητα, αλλά η Αλεφαντώ δεν έχανε το κουράγιο της και τραγουδώντας κλέφτικα και πολεμικά τραγούδια, εμψύχωνε τους πολεμιστές. Τα κορμιά των Αιγυπτίων σχημάτιζαν σωρούς μπροστά στα τείχη του Μεσολογγίου. Η Αλεφαντώ πάνω από τα τείχη σημάδευε και σκότωνε πλήθος τούρκων και Αιγυπτίων. Έφτασε όμως, η ημέρα που δεν είχαν άλλες δυνάμεις οι αμυνόμενοι και ή θα πέθαιναν εκεί από την πείνα ή θα έκαναν μια ηρωική έξοδο. Όλοι προτίμησαν την έξοδο! Τουλάχιστον, κάποιοι θα κατάφερναν να ξεφύγουν και όλοι οι άλλοι θα σκοτώνονταν με Τιμή. Το ξημέρωμα της 11ης Απριλίου είχε ορισθεί ως ημέρα της εξόδου. Στην πόλη θα έμεναν 600 γέροντες και τραυματισμένοι που θα γίνονταν αργότερα ολοκαύτωμα για την Ελευθερία. Ήταν 02:45 τα ξημερώματα, όταν έβρεξε καταρρακτωδώς κάνοντας την γη λασπώδη και ολισθηρή.

Ο Μεσολογγίτης Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο αρχηγός των μάχιμων, έδωσε το σύνθημα: «Εμπρός Μεσολογγίτες, εμπρός». Ανάμεσα στα γυναικόπαιδα ήταν και η Αλεφαντώ με το καριοφίλι και την κόρη της, πυροβολώντας τους αγαρηνούς. Μέσα στο σκοτάδι επικρατούσε χάος, με τους πολιορκημένους να πέφτουν με ορμή πάνω στους εχθρούς τους. Τα γιαταγάνια πήραν φωτιά, κορμιά έπεφταν και από τις δυο πλευρές. Κλάματα και οιμωγές ακούγονταν από τα γυναικόπαιδα που έπεφταν στα βάρβαρα χέρια των Αιγυπτίων. Η Αλεφαντώ μετά από την μάχη αποκαμωμένη έπεσε στα χέρια των αγαρηνών σκυλιών. Προσπάθησε ν’ αντισταθεί, αλλά της είπαν πως αν κάνει την παραμικρή κίνηση αντίστασης θα βασάνιζαν με τον χειρότερο τρόπο την κόρη της και ύστερα θα την σκότωναν μπροστά στα μάτια της. Αυτό θα ήταν ό,τι χειρότερο για μια μητέρα. Έτσι, την αιχμαλώτισαν και την πήγαν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου.

Τα χρόνια πέρασαν μέσα στις πίκρες και στις κακουχίες της σκλαβιάς. Η κόρη μεγάλωσε και έγινε μια όμορφη κοπέλα, αλλά μην αντέχοντας τις κακουχίες και τις στερήσεις αλλαξοπίστησε. Η Αλεφαντώ μετά από 43 χρόνων σκλαβιά μπόρεσε να έρθει στην ελεύθερη Ελλάδα το 1870, για να πατήσει για τελευταία φορά το χώμα της πατρίδας της, του Γαλαξιδίου.

ΠΗΓΗ