Το Πάσχα είναι η πιο μεγάλη, η πιο λαμπρή (εξ ου και το Πάσχα λέγεται και Λαμπρή) γιορτή της Χριστιανοσύνης και ακολουθεί αυτή των Χριστουγέννων. Τα Χριστούγεννα  γιορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού και το Πάσχα για τα Πάθη, τη Σταύρωση και την Ανάσταση Του.

Ας κάνουμε μια σύντομη γνωριμία με τις εορτές της Μεγάλης Εβδομάδας.

Την Μεγάλη Δευτέρα κυριαρχούν δύο γεγονότα:

Από τη σημερινή μέρα ξεκινούν τα άγια Πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τύπος του Κυρίου μας Ιησού είναι ο πάγκαλος Ιωσήφ που σήμερα επιτελούμε (α) την ανάμνησή του.

Ήταν ο μικρότερος γιός του Πατριάρχη Ιακώβ και ο πιο αγαπητός. Όμως φθονήθηκε από τα αδέλφια του και αρχικά τον έριξαν σ’ ένα βαθύ λάκκο και εξαπάτησαν το πατέρα τους χρησιμοποιώντας ένα ματωμένο ρούχο ότι δήθεν τον κατασπάραξε κάποιο θηρίο. Στη συνέχεια τον πούλησαν για τριάντα αργύρια σε εμπόρους, οι οποίοι τον ξανά πούλησαν στον αρχιμάγειρα του βασιλιά της Αιγύπτου, τον Πετεφρή. Ο Ιωσήφ ήταν πανέμορφος και τον ερωτεύθηκε η γυναίκα του Πετεφρή, που θέλησε να τον παρασύρει σε ανήθικη πράξη βιαίως. Μόλις εκείνη έπιασε τον Ιωσήφ, εκείνος άφησε στα χέρια της το χιτώνα του και έφυγε. Εκείνη από το θυμό της τον συκοφάντησε στο σύζυγό της, ότι δήθεν αυτός επιτέθηκε εναντίον της με ανήθικους σκοπούς. Ο Πετεφρής την πίστεψε και φυλάκισε τον Ιωσήφ. Κάποτε όμως ο Φαραώ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, είδε ένα παράξενο όνειρο και ζήτησε έναν εξηγητή.

Με το φωτισμό του Θεού, μόνο ο Ιωσήφ μπόρεσε να το εξηγήσει. Ότι θα έλθουν στη χώρα του επτά χρόνια ευφορίας και επτά ακαρπίας και πείνας. Ενθουσιάσθηκε ο Φαραώ από τη σοφία του και τον έκανε γενικό άρχοντα, σαν πρωθυπουργό. Ο Ιωσήφ διαχειρίστηκε άριστα την εξουσία και φρόντισε στα δύσκολα χρόνια της πείνας όλο το λαό. Με αφορμή η διανομή του σιταριού, φανερώθηκαν τ’ αδέλφια του που τον είχαν φθονήσει. Εκείνος δεν τους κράτησε κακία, αντίθετα τα προσκάλεσε μόνιμα στην Αίγυπτο μαζί με τους γονείς.

Αυτός λοιπόν αποτελεί προ-εικόνιση του Χριστού, διότι και Αυτός, αγαπητός γιός του Πατέρα, φθονήθηκε από τους ομοφύλους Του Ιουδαίους, πουλήθηκε από το μαθητή Του για τριάντα αργύρια και κλείσθηκε στο σκοτεινό λάκκο, τον τάφο.

Την ίδια μέρα (β) μνημονεύουμε και τη άκαρπο συκή, την οποία καταράστηκε ο Κύριος και ξεράθηκε αμέσως. Συμβολίζει τόσο τη Συναγωγή των Εβραίων, η οποία δεν είχε πνευματικούς καρπούς, όσο και κάθε άνθρωπο που στερείται πνευματικών καρπών, αρετών.
Έδειξε ο Κύριος τη δύναμή Του στο άψυχο δένδρο και ποτέ πάνω σε άνθρωπο, για να δείξει ότι δεν έχει μόνο δύναμη να ευεργετεί, αλλά και να τιμωρεί.

Η υμνογραφία αναφέρεται σήμερα στα δύο παραπάνω θέματα, αλλά και επί πλέον στο θέμα της πορείας του Κυρίου προς το Πάθος. Από το τροπάριο: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται…» οι ακολουθίες της Μ. Δευτέρας έως Τετάρτης λέγονται και «Ακολουθίες του Νυμφίου».

 

Την Μεγάλη Τρίτη γινόμαστε κοινωνοί δύο παραβολών του Κυρίου. Της παραβολής των Μωρών Παρθένων και της παραβολής των Ταλάντων.

Σύμφωνα με την πρώτη παραβολή, δέκα παρθένες βγήκαν να υποδεχθούν τον Νυμφίο κάποιο βράδυ. Κρατούσαν και οι δέκα από ένα λυχνάρι, όμως μόνο οι πέντε από αυτές είχαν φροντίσει να πάρουν και επιπλέον λάδι, σε περίπτωση που τους χρειαστεί. Αυτές οι πέντε ήταν οι σώφρονες, οι γνωστικές δηλαδή. Ο Νυμφίος άργησε όμως να έρθει και οι δέκα παρθένες κοιμήθηκαν.

Αργά την νύχτα, μια φωνή ακούστηκε να λέει: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Τότε αυτές ξύπνησαν και έτρεξαν για να προϋπαντήσουν τον Νυμφίο. Στα λυχνάρια όμως το λάδι είχε καεί. Οι πέντε γνωστικές παρθένες, έβαλαν το επιπλέον λάδι που είχαν προβλέψει να πάρουν μαζί τους και πήγαν να Τον συναντήσουν. Οι υπόλοιπες πέντε όμως, οι Μωρές, οι άμυαλες δηλαδή, έχασαν την ευκαιρία αφού τα λυχνάρια τους ήταν σβηστά. Έτσι είναι, είπε ο Ιησούς, και η Βασιλεία των Ουρανών. Όποιος φροντίσει από πριν για την ψυχή του θα εισέλθει στο Βασίλειο του Νυμφίου.

Η δεύτερη παραβολή, των Ταλάντων, λέει τα εξής:

Κάποτε ένας άρχοντας θα πήγαινε ένα μακρινό ταξίδι. Πριν φύγει κάλεσε τους τρεις υπηρέτες του και τους έδωσε μερικά Τάλαντα, χρήματα δηλαδή. Στον πρώτο υπηρέτη έδωσε πέντε τάλαντα. Στον δεύτερο έδωσε δύο ενώ στον τρίτο έδωσε ένα τάλαντο. Όταν γύρισε από το ταξίδι, κάλεσε ξανά τους υπηρέτες του και ζήτησε να του πουν τι είχαν κάνει με τα χρήματα που τους είχε δώσει. Ο πρώτος μετά από σκληρή εργασία είχε καταφέρει να διπλασιάσει το αρχικό ποσόν, και επέστρεψε στον κύριο του δέκα τάλαντα. Το ίδιο είχε κάνει και ο δεύτερος και έτσι κατάφερε να επιστρέψει τέσσερα τάλαντα. Ο τρίτος όλο το διάστημα της απουσίας του κυρίου του, δεν εργάστηκε καθόλου. Και όχι μόνο αυτό αλλά ένιωθε και αδικημένος επειδή είχε πάρει μόνο ένα τάλαντο. Έτσι επιστρέφοντας αυτό το τάλαντο κατηγόρησε τον άρχοντα, για την αδικία που είχε υποστεί. Ο άρχοντας τότε πήρε αυτό το τάλαντο και το έδωσε στον πρώτο μαζί με τα άλλα δέκα.

Με την παραβολή αυτή, ο Ιησούς δίδαξε ότι οι άνθρωποι πρέπει να καλλιεργούν τα χαρίσματα που τους δίνει ο Θεός, όχι μόνο για το δικό τους καλό αλλά και για το καλό του συνόλου.

Όλη την Μεγάλη Εβδομάδα, στον εσπερινό της κάθε ημέρας διαβάζεται ο όρθρος της επομένης. Στον εσπερινό της Μεγάλης Τρίτης ακούγεται ένα από τα ωραιότερα τροπάρια της εκκλησιαστικής υμνογραφίας. Το τροπάριο της Κασσιανής. Όπως λέει και το όνομα του, υμνογράφος του τροπαρίου αυτού είναι η Κασσιανή. Μια μοναχή της Βυζαντινής εποχής, προικισμένη με το χάρισμα να γράφει εκπληκτικούς στίχους.:

 

«Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,

την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,

οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.

Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,

ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.

 

Των αμαρτιών μου τα πλήθη

και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση,

ψυχοσώστη Σωτήρα μου;

Μην καταφρονέσης τη δούλη σου,

εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος»

 

Και το εξαίσιο τροπάριο σε μετάφραση:

Κύριε, η γυναίκα, η οποία περιέπεσε σε πολλές αμαρτίες, επειδή κατανόησε, ότι ήσουν Θεός (ενανθρωπήσας), αναλαμβάνει έργο μυροφόρου και θρηνούσα φέρει σε Σε μύρα γα να Σε αλείψει πριν ακόμη (αποθάνεις και) ενταφιασθείς. Και λέγει: Αλίμονο σε μένα! γιατί εγώ ζω μέσα σε μια νύκτα, η οποία είναι γεμάτη από πυκνό σκοτάδι και δεν φωτίζεται ούτε από αμυδρό φως, όπως είναι το φως της σελήνης, τρέχω προς τη σαρκική ηδονή ασυγκράτητος, όπως τρέχουν τα ζώα, όταν τα κεντήσει αλογόμυγα, ζω κυριευμένη από τον έρωτα της αμαρτίας. Αλλά Συ, που υψώνεις τα νερά της θάλασσας, μεταβάλλοντάς τα σε νεφέλες, δέξου των δακρύων μου το ακατάσχετο ρεύμα. Λύγισε (και χαμήλωσε από το άπειρο ύψος Σου) προς εμένα, που Σε ικετεύω με τους στεναγμούς της (μετανοούσης) καρδίας μου, Συ ο Οποίος, με την ακατάληπτη και απερίγραπτη ενανθρώπισή Σου, λύγισες τους ουρανούς (και κατέβηκες στη γη). Θα φιλήσω με συνεχή και ακατάπαυστα φιλιά τα αμόλυντα Σου πόδια και πάλι (βρέχοντας με τα δάκρυά μου) θα τα σπογγίσω με τις πλεξίδες της κεφαλής μου, αυτά τα πόδια των οποίων το βροντώδη ήχο (από τα βάδισμά Σου) όταν άκουσε μέσα στο Παράδεισο η Εύα εκείνο το δειλινό (της ημέρας της παραβάσεως), φοβήθηκε και από το φόβο της κρύφθηκε. Τα πλήθη των αμαρτιών μου, αλλά και τα απύθμενα βάθη των κρίσεών Σου και των βουλών Σου (δηλαδή τους μυστηριώδεις και απερινόητους τρόπους που χρησιμοποιείς για τη σωτηρία των ανθρώπων,) ποίος θα μπορέσει να εξερευνήσει, ψυχοσώστα Σωτήρα μου; Συ που έχεις άπειρο την ευσπλαχνία, μη παραβλέψεις εμένα, τη δική Σου δούλη!

 

Κατά τη Μεγάλη Τετάρτη επιτελούμε ανάμνηση: (α) του γεγονότος της αλείψεως  του Κυρίου με μύρο από μια πόρνη γυναίκα. Επίσης φέρεται στη μνήμη μας, (β) η σύγκλιση του Συνεδρίου των Ιουδαίων, του ανωτάτου δηλαδή Δικαστηρίου τους, προς λήψη καταδικαστικής αποφάσεως του Κυρίου, καθώς και (γ) τα σχέδια του Ιούδα για προδοσία του Διδασκάλου του.

Δύο μέρες πριν το Πάσχα, καθώς ο Κύριος ανέβαινε προς τα Ιεροσόλυμα, κι ενώ βρισκόταν στο σπίτι στου λεπρού Σίμωνα, τον πλησίασε μια πόρνη γυναίκα κι άλειψε το κεφάλι Του με πολύτιμο μύρο. Η τιμή του ήταν γύρω στα τριακόσια δηνάρια, πολύτιμο άρωμα και γι’ αυτό οι μαθητές την επέκριναν και περισσότερο απ’ όλους ο Ιούδας. Γνώριζαν οι μαθητές καλά πόσο μεγάλο ζήλο έδειχνε πάντοτε ο Χριστός για την ελεημοσύνη προς τους φτωχούς.

 Ο Χριστός όμως την υπερασπίσθηκε, για να μην αποτραπεί απ’ το καλό της σκοπό. Ανέφερε μάλιστα και τον ενταφιασμό Του, προσπαθώντας να αποτρέψει τον Ιούδα από τη προδοσία, αλλά μάταια.

Επίσης τους θύμισε ότι τους φτωχούς θα μπορούν να τους βοηθούν  καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής τους, ενώ εκείνον θα τον έχουν για λίγο ακόμα! Την συχώρεσε για τις αμαρτίες της και, προφητικά μιλώντας είπε ότι η πράξη της αυτή θα αναφέρεται στο Ευαγγέλιο που θα κυρυχθεί σε όλο τον κόσμο αποτελώντας, αυτή η αναφορά, ένα μνημόσυνο γι’ αυτή.

Τότε ο Ιούδας έφυγε και πήγε να συναντήσει τους αρχιερείς. Τους ρώτησε τι θα του δώσουν για να τους παραδώσει τον Χριστό, και αυτοί του υποσχέθηκαν τριάντα αργύρια.

Το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης, στις εκκλησίες μας, τελείται το Μυστήριο του Μεγάλου Ευχέλαιου. Κατά την διάρκεια διαβάζονται επτά Ευαγγέλια και επτά ευχές. Ευλογείται έτσι το λάδι με το οποίο ο ιερέας <<σταυρώνει>> τους πιστούς στο μέτωπο.

Την Μεγάλη Πέμπτη επιτελούμε ανάμνηση: Της νίψεως των ποδών των Αποστόλων υπό του Κυρίου, Του Μυστικού Δείπνου, δηλαδή της παραδόσεως σ’ εμάς υπό του Κυρίου του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, της θαυμαστής προσευχής του Κυρίου προς τον Πατέρα Του και της προδοσίας του Κυρίου υπό του Ιούδα.

Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, πριν ν’ αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, αφήνει κάτω τα ιμάτιά του, βάζει νερό στο νιπτήρα και τα κάνει όλα μόνος Του, πλένοντας τα πόδια των Μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να δείξει σ’ όλους ότι δεν πρέπει να επιζητούμε τα πρωτεία. Μετά τη νίψη των ποδιών λέγει: «όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ’ όλους».

Πρώτα πήγε στον Ιούδα και μετά στον Πέτρο, ο οποίος ήταν ο πιο ορμητικός απ’ όλους και στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα όταν τον έλεγξε, υποχωρεί με τη καρδιά του. Αφού έπλυνε τα πόδια όλων,  πήρε τα ιμάτιά Του και ξανακάθησε.

Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μη επιζητούν το ποιός θα είναι πρώτος. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία και επειδή θορυβήθηκαν, στρέφεται με ήρεμο τρόπο στον Ιωάννη και τον υπέδειξε.

Κατόπιν πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι του κρασιού λέγοντας: «Πιέστε απ’ αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε». Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.

Μετά το δείπνο βγήκαν όλοι στο όρος των Ελαιών, όπου ο Χριστός τους δίδαξε τα ανήκουστα και τελευταία μαθήματα και αρχίζει να λυπάται και να ανυπομονεί. Αναχωρεό μόνος Του και, γονατίζοντας, προσεύχεται εκτενώς. Από την πολλή αγωνία γίνεται ο ιδρώτας Του σαν σταγόνες πηχτού αίματος, οι οποίες έπεφταν στη γη. Μόλις συμπληρώνει την εναγώνια εκείνη προσευχή, φθάνει ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρετάει και φιλάει πονηρά το δάσκαλό Του, Τον παραδίδει.

Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και τον φέρνουν δέσμιο στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι μαθητές σκορπίζονται και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνείται και αυτός ότι είναι μαθητής Του.

Εν τω μεταξύ ο θείος διδάσκαλος παρουσιάζεται μπροστά στο παράνομο συνέδριο, εξετάζεται για τους μαθητές και τη διδασκαλία Του, εξορκίζεται στο Θεό για να πεί εάν Αυτός είναι πράγματι ο Χριστός και αφού είπε την αλήθεια, κρίνεται ως ένοχος θανάτου, επειδή τάχα βλασφήμησε. Από ‘κει και πέρα τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χτυπάνε, τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, ως το πρωϊ.

Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης γίνεται η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.Κοινωνούν πολλοί πιστοί, κατάλληλα προετοιμασμένοι με εξομολόγηση και νηστεία.

Επίσης την Μεγάλη Πέμπτη, την νύχτα διαβάζονται τα δώδεκα Ευαγγέλια και γίνεται η τελετή της Σταύρωσης του Χριστού, η συγκίνηση της λαϊκής ψυχής για το θείο δράμα κορυφώνεται. Σε πολλά μέρη, Ελλάδας και Κύπρου,  γυναίκες και κορίτσια, διανυκτερεύουν στην εκκλησία, «φυλάγουν και μοιρολογούν το Χριστό» όπως συνηθίζουν να κάνουν για κάθε αγαπημένο τους νεκρό.

 

Την Μεγάλη Παρασκευή τελούμε την ανάμνηση των φρικτών και σωτήριων Παθών του Κυρίου Ιησού Χριστού

Αφού λοιπόν ο Ιησούς παραδόθηκε στους στρατιώτες, τον γυμνώνουν, του φορούν κόκκινη χλαμύδα, του βάζουν ακάνθινο στεφάνι και καλάμι στο χέρι αντί σκήπτρου. Κατόπιν τον προσκυνούν χλευαστικά, τον φτύνουν και τον χτυπούν στο πρόσωπο και το κεφάλι.

Στη συνέχεια, αφού του φόρεσαν και πάλι τα ρούχα του, του δίνουν τον Σταυρό και έρχεται στον τόπο της καταδίκης, τον Γολγοθά. Εκεί, σταυρώνεται ανάμεσα σε δύο ληστές, βλασφημείται απ’ όσους περνούν μπροστά του και οι στρατιώτες τον ποτίζουν χολή και ξύδι.

Μετά από λίγο, ο Κύριος, φώναξε δυνατά: «Τετέλεσται» και έτσι εκπνέει «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» . Κατά τον θάνατο του κυρίου, τρέμει από φόβο και αυτή η άψυχη κτίση. Έπειτα λογχίζεται από τους στρατιώτες στην πλευρά του και τρέχει αίμα και νερό.

Τέλος, κατά το ηλιοβασίλεμα, έρχεται ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος μαζί του, κρυφοί μαθητές του Χριστού, αποκαθηλώνουν από τον Σταυρό το πανάγιο σώμα του διδασκάλου τους, το αρωματίζουν, το τυλίγουν σε καθαρό σεντόνι και το θάβουν σε καινούργιο μνημείο, κυλώντας πάνω στο στόμιό του μεγάλη πέτρα.

«Σήμερα κρεμάται πάνω στο ξύλο (του Σταυρού) Εκείνος που πάνω στα νερά κρέμασε τη γη. Στεφάνι από αγκάθια φοράει στο κεφάλι ο Βασιλιάς των Αγγέλων, Ντύνεται με ψεύτικη βασιλική χλαμύδα, Αυτός που ντύνει με σύννεφα τον ουρανό, Δέχτηκε ράπισμα Εκείνος που (με το βάπτισμά Του) στον Ιορδάνη ελευθέρωσε τον Αδάμ (το ανθρώπινο γένος). Με καρφιά καρφώθηκε ο Νυμφίος της Εκκλησίας. Με λόγχη τρυπήθηκε ο υιός της Παρθένου. Προσκυνούμε τα Πάθη Σου, Χριστέ. Δείξε μας και την ένδοξη Ανάστασή Σου».

Ο Επιτάφιος βρίσκεται στην εκκλησία στολισμένος με ανοιξιάτικα λουλούδια. Μετά το τέλος της Λειτουργίας κάθε ενορία γυρνά τον επιτάφιο στην περιφέρεια της, σε μερικές εκκλησίες απλώς περιφέρεται γύρω από την εκκλησία.

 

Το Μεγάλο Σάββατο είναι η τελευταία ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας και της Μεγάλης Σαρακοστής. Αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στην κάθοδο του Ιησού στον Άδη. Ενώ το σώμα του Ιησού βρίσκεται στον τάφο, η ψυχή του κατέβηκε προσωρινά στον Άδη για να μεταφέρει στους νεκρούς τον Λόγο Του.
Εντωμεταξύ οι Αρχιερείς με την άδεια του Πιλάτου, εγκαθιστούν φρουρά έξω από το μνήμα του Χριστού. Αυτό το έκαναν για να μην μπορέσουν οι μαθητές Του, να κλέψουν το σώμα Του και να διαδώσουν ότι αναστήθηκε. Είχαν οι Αρχιερείς αυτόν τον φόβο επειδή την ανάσταση

Του, είχε προαναγγείλει ο Ιησούς ενόσω ήταν εν ζωή.
Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, στις εκκλησίες μας, τελείται η Θεία Λειτουργία της Πρώτης Ανάστασης. Ονομάζεται έτσι, γιατί σε κάποιο σημείο της, ο Ιερέας προαναγγέλλει την Ανάσταση του Κυρίου, λέγοντας: «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην…». Ίσως η ύπαρξη αυτής της προαναγγελλίας, να είναι ο λόγος που το πένθος των πιστών την ημέρα αυτή είναι μικρότερο σε σχέση με αυτό της Μεγάλης Παρασκευής.
Στα Ιεροσόλυμα, η τελετή της Αφής του Αγίου Φωτός και της Ανάστασης του Κυρίου, γίνονται το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου. Στην Ελλάδα και Κύπρο η Θεία Λειτουργία της Αναστάσεως γίνεται το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Κατά την διάρκεια της Λειτουργίας, στις 12 ακριβώς τα μεσάνυχτα, σβήνουν τα φώτα της εκκλησίας και ο ιερέας προβάλει στην Ωραία Πύλη, κρατώντας σε κάθε χέρι από μία δεσμίδα τριάντα τριών κεριών με το Άγιο Φως, και ψάλλοντας το «Δεύτε λάβετε Φως…». Στην συνέχεια ιερείς, ψάλτες και πιστοί βγαίνουν στο περίβολο της εκκλησίας όπου γίνεται η ανάγνωση του Ευαγγελίου της Αναστάσεως και ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος».
Οι πιστοί μετά το τέλος της λειτουργίας μεταφέρουν το Άγιο Φως στα σπίτια τους και το έθιμο θέλει να το φυλάνε να μην σβήσει για σαράντα ημέρες

 

Καλή Λαμπρή και Καλή Ανάσταση!

Ιωσήφ Κορφιάτης
Μέλος Κεντρικής Επιτροπής
Εθνικού Λαϊκού Μετώπου (Ε.ΛΑ.Μ.)