<<...Η Ελλάς δεν πολεμά δια την Νίκην. Πολεμά δια την Δόξαν και διά την Τιμήν της...>>

Ο Ιωάννης Μεταξάς, γεννήθηκε στην Ιθάκη στις 12 Απριλίου του 1971. Εκεί ο πατέρας τους Παναγής Μεταξάς, υπηρετούσε ως έπαρχος. Η οικογένειά του, διατηρούσε το τίτλο του κόμη, αλλά παρά την αριστοκρατική τους καταγωγή αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα. Το 1879, η κατάσταση επιδεινώθηκε με αποτέλεσμα ο πατέρας του να χάσει τη πολιτική του θέση και η οικογένεια να μετακομίσει στη Κεφαλονιά.

Σε ηλικία 14 ετών, ο Ιωάννης Μεταξάς κατετάγη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Αποφοίτησε το 1890, με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Μηχανικού. Το 1892, τοποθετήθηκε στη Φρουρά του Ναυπλίου και το 1897 μετατέθηκε στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου, το 1897, υπηρέτησε στο Επιτελείο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, όπου και απέκτησε τις πρώτες πολεμικές εμπειρίες του.

Το 1899, φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, αποφοιτώντας από εκεί το 1903. Το 1904 μετατάχθηκε στο Σώμα των Γενικών Επιτελών και το 1906 προήχθη στο βαθμό του Λοχαγού. Μετά την Επανάσταση στο Γουδί, το 1909, επανήλθε στο όπλο του Μηχανικού και μετατέθηκε στη Λάρισα, ενώ την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την Λέλα Χατζηιωάννου.

Το 1910, τοποθετήθηκε σαν υπασπιστής του τότε Υπουργού Στρατιωτικών και Πρωθυπουργού, Ελ. Βενιζέλου. Τότε ο Ιωάννης Μεταξάς, ήταν στην ουσία ο <<σύνδεσμος>> μεταξύ Βενιζέλου και Ανακτόρων.

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, υπηρέτησε στο Γραφείο Επιχειρήσεων της Στρατιάς Θεσσαλίας και συμμετείχε στο Συνέδριο Ειρήνης του Λονδίνου. Τον Μάιο του 1913, διαπραγματεύτηκε τη πρώτη στρατιωτική σύμβαση με τη Σερβίας, ως στρατιωτικός πληρεξούσιος. Τελειώνοντας οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, με τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, τοποθετήθηκε ως Διευθυντής της Α’ Διεύθυνσης Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού.

Κατά τη περίοδο 1913-1914, ανέλαβε και ξεκίνησε τη κατασκευή απαραιτήτων οχυρωματικών έργων. Κάποια από τα οχυρά που κατασκευάστηκαν ήταν τα εξής : Δοβά Τεπέ, Ρούπλε, Στάρτιτσα, Λίσσε, Τουλουμπάρ, Παρανέστι, Ιτζές και Φαιά Πέτρα. Τα οχυρά, έμειναν γνωστά ως οχυρά της <<Γραμμής Μεταξά>> και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο κατά την Ιταλική εισβολή, αφού παρείχαν στην Ελληνική ηγεσία την ευχέρεια να συγκεντρώσει τον κύριο όγκο των δυνάμεων της στο Θέατρο Επιχειρήσεων της Αλβανίας, έχοντας εξασφαλίσει σε σημαντικό βαθμό την χώρα από ενδεχόμενη επίθεση από τη Βουλγαρία.

Το 1915, ανέλαβε τα καθήκοντα του Αναπληρωτή Αρχηγού της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού, ενώ λίγο αργότερα (Φεβρουάριο, 1915) θα παραιτηθεί με αφορμή τη διαφωνία της συμμετοχής της Ελλάδας στην Εκστρατεία των Δαρδανελιών. Το ίδιο έτος (Σεπτέμβριος, 1915), επανήλθε ως Υπαρχηγός και το 1916 προήχθη στο βαθμό του Συνταγματάρχη.

Το 1917, μετά τη παραίτηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου, παραιτείται και ο ίδιος. Θα θεωρηθεί υπεύθυνος της οργάνωσης των <<Συλλόγων των Επιστράτων>> και των <<Νοεμβριανών>> ( 1916 ) και θα εξοριστεί στη Κορσική. Τον Νοέμβριο του 1918, θα δραπετεύσει μαζί με άλλους εξόριστους και θα επιστρέψει στην Αθήνα σχεδόν δύο χρόνια αργότερα.

Ανακλήθηκε στην ενεργή υπηρεσία και προήχθη σε Υποστράτηγο, όμως παραιτείται (28 Δεκεμβρίου 1920) , εξαιτίας της διαφωνίας του για το ζήτημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Ιδρύει το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων και το 1923 συνεργάζεται με το Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. Τελικά, αποτυγχάνει η συνεργασία και αναγκάζεται να διαφύγει στο εξωτερικό.

Μετά την ανατροπή του Πάγκαλου, εξελέγη βουλευτής για πρώτη φορά και ανέλαβε καθήκοντα Υπουργού Στρατιωτικών στην Οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαίμη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, αν και το κόμμα του είχε μικρή δύναμη, ο Ιωάννης Μεταξάς εκλεγόταν βουλευτής και αναλάμβανε συχνά υπουργικά καθήκοντα.

Κατά τη διάρκεια Κυβέρνησης Δεμερτζή, κλήθηκε να αναλάβει το Υπουργείο Στρατιωτικών ως το καταλληλότερο πρόσωπο προκείμενου να επιβληθεί στους Αξιωματικούς του Στρατεύματος. Λίγες μέρες αργότερα, ανέλαβε και την αντιπροεδρία της Κυβέρνησης. Μετά τον θάνατο του Δεμερτζή, τον διαδέχθηκε και μάλιστα λαμβάνοντας ψήφο εμπιστοσύνης από τους 241 εκ των 261 βουλευτών που παρίσταντο.

Το 1936, η Βουλή παραχώρησε στον Ιωάννη Μεταξά πεντάμηνη νομοθετική εξουσιοδότηση, έτσι ώστε η εκτελεστική εξουσία να μπορεί να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για όλα τα ζητήματα.

Στις 4 Αυγούστου του 1936, μετά τη σύμφωνη γνώμη του Βασιλέα και επικαλούμενος τον κίνδυνο των εσωτερικών ταραχών και τη διεθνή κατάσταση, κήρυξε δικτατορία. Καμία ταύτιση όμως δεν υπήρχε με το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι ή τον Εθνικοσοσιαλισμό του Χίτλερ. Ο Μεταξάς, επικεντρώθηκε στην οργάνωση ενός πιο ελεγχόμενου κράτους και στη προσπάθεια για συντεχνιακή δόμηση της κοινωνίας και της οικονομίας. Η Ιδέα της 4ης Αυγούστου, στηρίχτηκε περισσότερο στον λεγόμενο <<Γ’ Ελληνικό Πολιτισμό>>, ως συνέχεια του Αρχαίου και του Βυζαντινού Πολιτισμού. Ο Στρατός και η Χωροφυλακή χρησιμοποιήθηκαν ως στηρίγματα του κράτους. Δημιούργησε Υφυπουργείο Δημοσίας Ασφάλειας και υιοθέτησε τη μέθοδο της εξορίας σε απόμερες περιοχές για οποιονδήποτε αποτελούσε “απειλή” του καθεστώτος. Στο τομέα των Ενόπλων Δυνάμεων, αύξησε σημαντικά τα κονδύλια που διατέθηκαν για τις εξοπλιστικές ανάγκες.

Σε ότι αφορά τις εργατικές τάξεις και τη νεολαία, ο Μεταξάς έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα. Θεωρούσε, ότι ο τρόπος διάπλασης της νεολαίας θα έπαιζε σημαντικό ρόλο για το μέλλον του Ελληνικού Έθνους και έτσι συγκρότησε την Ε.Ο.Ν. (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας). Η συμμετοχή δεν ήταν για κανέναν υποχρεωτική. Ο αριθμός των εγγεγραμμένων μελών έφτασε περίπου το 1.000.000.

Τα συνδικάτα δε τα κατήργησε ποτέ, αντίθετα υποστήριξε τη λειτουργία τους, απαλλάσσοντας τα από τους αντιφρονούντες. Το Υφυπουργείο Εργασίας, το ανέλαβε ο μέχρι τότε αριστερός συνδικαλιστής (!) Αρ. Δημητράτος.

Ο Μεταξάς, προχώρησε σε σημαντικές καινοτομίες όπως τη καθιέρωση του οχταώρου, τη Κοινωνική Ασφάλιση, την Εργατική Εστία κλπ. Θεωρούσε καθήκον του, τη παροχή στους πολίτες του δικαιώματος στην εργασία και μάλιστα υπό ίσες ευκαιρίες.

Θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της <<4ης Αυγούστου>>, η χώρα μπόρεσε να προετοιμαστεί για τη συμμετοχή της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό την ηγεσία του.

Την ιστορική μέρα της 28ης Οκτωβρίου, ο Ιωάννης Μεταξάς, ήταν εκείνος που είπε το ηρωικό <<ΟΧΙ>> στον Ιταλό Πρέσβη Εμμανουέλ Γκράτσι. Αρνήθηκε τη παράδοση της Ελλάδας στα χέρια του κατακτητή. Με υπερηφάνεια και ηρωισμό, απέρριψε το Ιταλικό τελεσίγραφο.

Ο Ελληνικός λαός ενωμένος και υπό την καθοδήγηση του Εθνάρχη της, συμμετείχε στον Αγώνα για την Ελευθερία πετυχαίνοντας μάλιστα περίτρανη Νίκη, απέναντι στον κατακτητή που υπερτερούσε.

Τις πρωινές ώρες της 29ης Ιανουαρίου του 1941, ο Ελληνικό λαός συγκλονισμένος θα πληροφορηθεί το θάνατο του Έλληνα Ηγέτη. Απέραντη θλίψη και θρήνος για τον άνθρωπο που υπό τη καθοδήγησή του, το Ελληνικό Έθνος ήταν εκείνο που αποτέλεσε πρώτο, εμπόδιο στα σχέδια του Άξονα. Οι Στρατιώτες που έδιναν άνιση μάχη απτόητοι και προχωρώντας εμπρός, λύγισαν στο άκουσμα του θανάτου του.

Ο Ιωάννης Μεταξάς, κυβέρνησε με βαθιά πίστη και πατριωτισμό την Ελλάδα μέχρι τέλους.

<<Τι αγάπη μου έχουν όλοι! Και που να τα περιγράψω όλα τα δείγματα της αγάπης και της αφοσιώσεως. Αλλά εγώ δεν υψούμαι, μένω ταπεινός και μόνοι μεγάλοι είναι ο Θεός και εις την Ελλάδα ο Λαός της>>