Στις 5 Μαρτίου του 1913, ο Βασιλιάς Γεώργιος που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη από τις 29 Οκτωβρίου του προηγούμενου χρόνου, δολοφονήθηκε από τον Σερραίο Αλέξανδρο Σχινά. Η δολοφονία του σημειώθηκε σε μια εποχή κρίσημη, μεταξύ των Βαλκανικών πολέμων και τις παραμονές του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου.

Το μεσημέρι της 5ης Μαρτίου 1913, ο Γεώργιος, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του ταγματάρχη Φραγκούδη, κατέβηκε από το μέγαρο Χατζηλαζάρου, που χρησιμοποιούσε ως βασιλική κατοικία, στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου, προκειμένου να πραγματοποιήσει εθιμοτυπική επίσκεψη στον Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν επί του πολεμικού πλοίου «Γκέμπεν», που βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης.

Στη συμβολή με την οδό Βασιλίσσης Όλγας, τον περίμενε από ώρα ο Αλέξανδρος Σχινάς. Γύρω στις 3 το μεσημέρι, είδε τον Γεώργιο και τον υπασπιστή του να περνούν, τους πλησίασε και από μικρή απόσταση πυροβόλησε τον βασιλιά μία φορά, προκαλώντας, ωστόσο, καίριο τραύμα. Αμέσως μετά, επιχείρησε να πυροβολήσει και τον Φραγκούδη, αλλά αυτός πρόλαβε να τον αφοπλίσει και να τον παραδώσει σε δύο Κρητικούς χωροφύλακες, που είχαν προστρέξει στο σημείο της δολοφονίας.

Ο βαριά τραυματισμένος Γεώργιος μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο «Παπάφειο Ίδρυμα», αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να του προσφέρουν καμία βοήθεια αφού ο Γεώργιος ήταν ήδη νεκρός. Η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν, ενώ μόλις νύχτωσε τα φώτα των δρόμων και των κατοικιών παρέμειναν σβηστά και άρχισαν οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες από τις εκκλησίες.

Τα κίνητρα της δολοφονίας ποτέ δεν έγιναν γνωστά, αφού ο δολοφόνος αυτοκτόνησε μετά την αποτρόπαια πράξη του.

Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, για τις Μεγάλες Δυνάμεις θεωρούνταν ο πλέον αξιόπιστος Έλληνας συνομιλητής τους και κατά την έκφραση του Άγγλου Βασιλιά Γεωργίου του Ε’, ο θάνατός του ήταν μεγάλη απώλεια για την Ελλάδα. Ο χαμός του συγκίνησε τον Ελληνικό λαό. Ακολούθησε η ορκωμοσία του διαδόχου Κωνσταντίνου ως νέου Βασιλιά και έγινε ενώπιον της Βουλής την 8η Μαρτίου του 1913.