Το πρωί της 5ης Απριλίου του 1944, αντάρτες που βρίσκονταν στα γύρω υψώματα της Κλεισούρας επιτέθηκαν στη φάλαγγα των Γερμανών, που περνούσε από τον αμαξιτό δρόμο, σκοτώνοντας δύο από αυτούς, ενώ κατέστρεψαν δύο μοτοσικλέτες και ένα αυτοκίνητο. Μετά το γεγονός οι αντάρτες διασκορπίστηκαν και κρύφτηκαν στο βουνό.

Οι κάτοικοι της Κλεισούρας, όταν έμαθαν τα γεγονότα, τρομοκρατήθηκαν και οι άντρες φοβούμενοι τις γνωστές αντεκδικήσεις, έφυγαν προς διάφορες κατευθύνσεις σε κοντινά χωριά. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, κατέφθασαν γερμανικά αυτοκίνητα. Οι πρώτοι Γερμανοί περιήλθαν στο χωριό και συγκέντρωσαν πολλά γυναικόπαιδα στους δρόμους και την πλατεία χωρίς κακές δήθεν διαθέσεις. Όμως δεύτερη ομάδα παράλληλα, ορμούσε μέσα στα σπίτια και αφού πρώτα σκότωνε αδιακρίτως, ύστερα έβαζε φωτιά και με πολυβόλα και άλλα όπλα άρχιζε να βάλλει κατά των συγκεντρωμένων. Ο κόσμος κρυβόταν, σκορπιζόταν, για να ξαναπέσει όμως σε λίγο στα χέρια και στα πυρά τους.

Μαζί με τους Γερμανούς ήταν και Βούλγαροι και συγκεκριμένα ο Κάλτσεφ.

Οι Γερμανοί άρχισαν το καταστρεπτικό τους έργο σκοτώνοντας και καίγοντας και έφτασαν μέχρι την πλατεία, που βρίσκεται στη μέση του χωριού, όπου και σταμάτησαν. Ίσως να κουράστηκαν, ίσως να χόρτασαν ή απλά ικανοποιήθηκαν με ό, τι έκαναν και σταμάτησαν. Το βέβαιο είναι, ότι δοκιμάστηκε το μισό χωριό, το οποίο παραδόθηκε στη σφαγή και στη φωτιά…

Ένα χωριό 2.000 κατοίκων έμεινε να κλαίει για 280 γυναικόπαιδα αδικοσκοτωμένα, να πονά για 40 τραυματίες, να βλέπει αστέγους και καταστραμμένες περιουσίες (πάνω από 150 σπίτια καμένα), να κλαίει για τον παπά του και δέκα γέροντες, εργατικούς συγχωριανούς του, που βρήκαν σκληρό θάνατο…