O Γιωργάλλας Μιχαήλ, γεννήθηκε στο χωριό Μαραθόβουνος, της επαρχίας Αμμοχώστου, στις 6 Νοεμβρίου 1936. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο Μαραθόβουνου, στη συνέχεια το Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία και εργάστηκε για ένα μήνα στο Εμπορικό Επιμελητήριο.

Ήταν δραστήριο μέλος των χριστιανικών μαθητικών ομάδων και εντάχθηκε στον αγώνα από το 1954. Με τις ηγετικές του ικανότητες και την αφοσίωσή του στα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, ενέπνεε την νεολαία, πρωτοστατώντας στις διαδηλώσεις ως υπεύθυνος των μαθητών του Παγκυπρίου Γυμνασίου. Αργότερα κατατάχθηκε στις ομάδες του εκτελεστικού Λευκωσίας και ανέπτυξε πλούσια δράση. Συνελήφθη για την δράση του, καταδικάστηκε σε οκτάμηνη φυλάκιση και ύστερα τον οδήγησαν στα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1956 δραπέτευσε μαζί με άλλους έξι κρατουμένους. Πρώτος αυτός, κρυμμένος πίσω από σανίδι, κατάφερε να κόψει τα συρματοπλέγματα και να ανοίξει έξοδο και για τους υπόλοιπους. Κατέφυγαν όλοι στην περιοχή Πιτσιλιάς και από εκεί ο Γιωργάλλας κατέληξε στο Παλαιχώρι, όπου συνενώθηκε με την ανταρτική ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου. Ο Αυξεντίου του ανέθεσε την οργάνωση αντικατασκοπίας στα χωριά Καννάβια, Όμοδος, Πλάτρες, Κλήρου, Κακοπετριά και Ευρύχου. Παράλληλα με την αντικατασκοπία βοηθούσε τον Στυλιανό Λένα στην κατασκευή βομβών.

Έδρασε με το ψευδώνυμο «Λιάκος». Διακρίθηκε για τη μαχητικότητά του, το θάρρος, την πρωτοβουλία και τη δύναμη της ψυχής του. Δεν μπορούσε η Ελληνική του ψυχή να δεχτεί πως η Κύπρος ήταν σκλαβωμένη. «Μην τον βλέπετε έτσι λεπτό και αδύνατο», έλεγε ο Αυξεντίου, «είναι πολύ δυνατός στην ψυχή».

Στα ζητήματα κατασκευής όπλων και πυρομαχικών, μετακινήσεων και άλλων προβλημάτων της Οργάνωσης είχε κρίση αξιοθαύμαστη, παρά τα δεκαεννιά του χρόνια. Η όλη του ζωή και συμπεριφορά έδειχναν έναν ολοκληρωμένο Θεοσεβή Άνδρα.

Έπεσε ξημερώματα της 31ης Δεκεμβρίου του 1956, αφού πυροβολήθηκε από προδότες πράκτορες των Άγγλων και Τούρκους επικουρικούς, με τους οποίους συγκρούστηκε η ανταρτική ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου με επικεφαλής τον ίδιο, στο χωριό Ζωοπηγή. Ο Γιωργάλλας τραυματισμένος βαριά, σύρθηκε σιγά σιγά και χάραξε μια γραμμή με το αίμα του, από το γεφύρι του χωριού, όπου τραυματίσθηκε, μέχρι το σπίτι του Μηνά.

Πριν πεθάνει, ο Αυξεντίου έτρεξε και τον αγκάλιασε. Ο νεαρός ήρωας κατάφερε να ψελλίσει: «Μάστρε μου, μάστρε μου, πεθαίνω. Ζήτω η Ελλ…». Το αίμα έπνιξε τη λέξη «Ελλάς» στο λαιμό του.

Ο Αρχηγός Διγενής, χαρακτηρίζει τον Γιωργάλλα: «γενναίο παλικάρι, αγνός και ενθουσιώδης αγωνιστής, όστις, μολονότι λαμπρού ήθους και εξαιρέτου επιδόσεως, απεβλήθη, ως μη ώφειλε, του Σχολείου, εις το οποίο εφοίτα, λόγω της ζωηρής συμμετοχής τους εις τας μαθητικάς πατριωτικάς εκδηλώσεις».

Βιαστικά η ομάδα του Αυξεντίου έθαψε τον ήρωα στο νεκροταφείο του χωριού. Ήταν ακόμη άγρια μεσάνυχτα, όταν έφεραν κρυφά τον ιερέα του χωριού να τελέσει την κηδεία. Η αντάρτικη ομάδα που αποτελείτο από 6 άτομα, ετοιμαζόταν τώρα να φύγει από το χωριό, γιατί αναμενόταν η άφιξη ισχυρής δύναμης Εγγλέζικων στρατευμάτων. Έπρεπε τα παλικάρια να φύγουν προτού έλθουν βρετανικές ενισχύσεις. Μέσα στο σκοτάδι εξαφανίστηκαν οι αντάρτες στη βουνοκορφή «Παπούτσα».

Λίγο αργότερα αγγλικές δυνάμεις έφτασαν στο χωριό. Βρήκαν μόνο το νιόσκαφτο τάφο του νεαρού ήρωα με το άψυχο κορμί του.

ΑΘΑΝΑΤΟΣ!