Η 29η Οκτωβρίου είναι η Ημέρα Μνήμης των 1619 Αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής στο νησί μας, τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974, η οποία καθιερώθηκε με ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Απρίλιο του 2010.

Η σκέψη μας είναι πάντα στους 1619 Αγνοούμενους εκ των οποίων δυστυχώς πολύ λίγων ταυτοποιήθηκαν τα οστά με την μέθοδο DNA και έχουν γίνει οι κηδείες τους, έστω κι αν μέσα στα κασελάκια τις περισσότερες φορές υπάρχουν απλά 2- 3 οστά από τον αγνοούμενο. Έχουν ταυτοποιηθεί μέχρι σήμερα τα οστά 600 περίπου αγνοουμένων.

Η πιθανότητα οι αγνοούμενοι να είναι νεκροί δυστυχώς υπερισχύει σήμερα λαμβάνοντας υπόψη και τα 48 χρόνια που έχουν περάσει αλλά και το γεγονός, ότι όσοι συνελήφθησαν και δεν καταγράφηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη ή τον Ερυθρό Σταυρό εκτελέστηκαν από τις ορδές του Αττίλα και ετάφησαν για να μην τους βρουν.

Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι κι αυτή της 17χρονης Αντρούλας Χριστοδούλου από τον Ταύρο Αμμοχώστου.   Είναι γνωστό ότι οι αιμοβόροι Τούρκοι εισβολείς είχαν σκοπό και εντολές άνωθεν να σκοτώνουν και να βιάζουν για να αφελληνίσουν ότι καταλάμβαναν, όχι ότι δεν το ήθελαν ή δεν την έχουν στο είναι τους την βαρβαρότητα, αλλά είχαν ειδικές εντολές.

21 Αυγούστου 1974 τη νύχτα, Τούρκοι στρατιώτες φτάνουν στο σπίτι της κυρά Ελένης της μάνας της Ανδρούλας με ανήθικους και βάρβαρους σκοπούς για τα κορίτσια της. Η μάνα σαν Κέρβερος στέκει στην πόρτα της, και καταφέρνει με τις φωνές και την αντίσταση της να τρέψει σε φυγή τους άνανδρους Αττίλες. Δυστυχώς όμως την επομένη το πρωί οι Τούρκοι στρατιώτες ξαναήλθαν στο χωριό τους.

Τρεις απ’ αυτούς παραβίασαν την πόρτα του σπιτιού κι άρχισαν να γαζώνουν με τα αυτόματα τους το ανώγι που ήταν η οικογένεια. Καταφέρνουν να ακινητοποιήσουν την μάνα και ξεχωρίζουν τα τρία μεγαλύτερα κορίτσια, τα οποία απελπισμένα προσπάθησαν να πιαστούν από την μάνα τους. Κτύπησαν την μεγάλη με το υποκόπανο του όπλου, η μικρή έβαλε τα κλάματα και την Αντρούλα που ήταν στην αγκαλιά της μάνας της, την τράβηξαν με την βία και την έριξαν κάτω.

Η Αντρούλα άρχισε να φωνάζει: «Τούτον το πράγμα δεν το δέχομαι, τούτον το πράγμα δεν το μπορώ, προτιμώ να πεθάνω· μάνα μου, αδερφές μου, βοηθάτε με», πάλευε με την ψυχή του το μικρό 17χρονο κορίτσι, τόσο πολύ, που οι Αττίλες που δεν μπορούσαν να την δαμάσουν, την πυροβόλησαν με τρείς σφαίρες στον κρόταφο.

Δεν έφτανε το φονικό που έκαναν οι βάρβαροι, φοβούμενοι μην την ανακαλύψουν οι άντρες των Ηνωμένων Εθνών, γιατί ήδη ένα πιτσιρίκι είχε προλάβει να το σκάσει και τρέχοντας ειδοποίησε τους κυανόκρανους, πήραν το νεκρό νεανικό σώμα της Ανδρούλας και το έθαψαν σε άγνωστο μέχρι σήμερα τόπο. Η κυρά Ελένη η τραγική μάνα της Αντρούλας έφυγε απ’ αυτή τη ζωή, με το παράπονο στα χείλη ότι δεν αξιώθηκε να ανάψει ένα καντηλάκι, ένα κερί στον τάφο του κοριτσιού της. Τ’ αδέλφια της Αντρούλας όμως ελπίζουν ακόμη ότι κάποια μέρα θα περισυλλέξουν τα τιμημένα οστά της αδελφής τους και θα τα θάψουν, και αν δεν μπορέσουν θα τα θάψουν οι μικρές Αντρούλες που γέμισαν τα σπιτικά όλων τους.

Οι μάνες της Κύπρου κρατάνε πάντα το δάκρυ τους στην άκρη των βλεφάρων τους, γιατί τα χέρια τους πρέπει να κρατούν γερά τις φωτογραφίες των αγνοούμενων παιδιών τους, γιατί πρέπει να τα βρουν, κι αν δεν το καταφέρουν αυτές υπάρχουν πάντα τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, οι γυναίκες των αγνοούμενων, που κι αυτές συνεχίζουν να κρατούν τις φωτογραφίες και να τους περιμένουν.

Ένα έγκλημα παραμένει χωρίς ΤΙΜΩΡΙΑ!