Με αίσθημα ευλάβειας, δέους και Ιστορικής Ευθύνης, τιμούμε τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και τους τελευταίους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας, που με αυταπάρνηση έπεσαν αγωνιζόμενοι στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, υπερασπιζόμενοι την Πατρίδα και την Πίστη μας, απέναντι στις βάρβαρες ορδές του Ισλάμ.

Έχοντας το όνομα του Μέγα Κωνσταντίνου, ιδρυτή και πρώτου Αυτοκράτορα της Πόλης, ο Κωνσταντίνος Δραγάσης Παλαιολόγος, υιός του Αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου και της Αγίας Υπομονής, ή κατά κόσμον Ελένη Δραγάση Παλαιολόγου, στέφεται Αυτοκράτορας του Βυζαντίου την 6η Ιανουαρίου το 1449, ίσως στην πιο δύσκολη στιγμή κατά την 1000χρονη ιστορία του.

Τον καιρώ εκείνο, ο λαός του Βυζαντίου είχε διχαστεί, σε «Ενωτικούς» και «Ανθενωτικούς», μετά την υπογραφή του διατάγματος της δήθεν «Ενώσεως των Εκκλησιών», στην σύνοδο Φεράρα – Φλωρεντίας, που υπογράφηκε 11 χρόνια νωρίτερα, από τον τότε αυτοκράτορα και αδελφό του Κωνσταντίνου, Ιωάννη Παλαιολόγο. Μπορεί το διάταγμα της ενώσεως των εκκλησιών να μην εφαρμόστηκε επί της ουσίας, όμως ήταν αρκετό για να σπείρει την εμφύλια διχόνοια, φτάνοντας την Αυτοκρατορία στην πλήρη ηθική και οικονομική παρακμή.

Ο Αυτοκράτορας, πλέον, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εισερχόμενος 1449 στην Πόλη, δίνει το άπαν των δυνάμεων του, με την καθοδήγηση του Θεού, για να ενώσει τον λαό, να περισώσει την χαμένη αξιοπρέπεια του Βυζαντίου και με κάθε δυνατό τρόπο να οχυρώσει την Πόλη απέναντι στην επερχόμενη απειλή του Μωάμεθ του Πορθητή.

Απρίλιος του 1453 κι ο εχθρός σιμώνει. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα, όταν οι ορδές του Οθωμανών έφτασαν κοντά στα τείχη της Βασιλεύουσας. Ο Μωάμεθ ζητά την παράδοση της Κωνσταντινούπολης στην οθωμανική στρατιά, λαμβάνοντας αρνητική απάντηση, κι έτσι στις 6 Απριλίου ξεκινά η πολιορκία της. Απέναντι στις 150.000 περίπου τούρκων, στάθηκαν υπερήφανα 7.000 υπερασπιστές της Ρωμιοσύνης, αποφασισμένοι να θυσιαστούν για του Χριστού την πίστη την Αγίαν και της Πατρίδος την τιμή.

Για περισσότερες από 7 βδομάδες, οι Οθωμανοί προέβησαν σε αλλεπάλληλες σφοδρές επιθέσεις έναντι των Πολιορκημένων, τις οποίες απέκρουσαν πίσω από τα απόρθητα Θεοδοσιανά τείχη, με περίσσια αυτοθυσία και ηρωισμό.

Στις 21 Μαΐου, ημέρα γιορτής για την Κωνσταντινούπολη και τον Αυτοκράτορά της, ο τουρκικός κλοιός σφίγγει όσο ποτέ άλλοτε. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, δέχεται για δεύτερη φορά απεσταλμένο του Μωάμεθ του Πορθητή, ο οποίος ζητούσε και πάλι την παράδοση της Πόλης, με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους, ενώ θα αναγνώριζε και τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα του Μοριά.

Την ώρα της απόδοσης του τελεσιγράφου, ο Αυτοκράτορας έχει πλήρη επίγνωση του τι θα ακολουθούσε, καθώς ο εχθρός διέθετε πλήρη υπεροπλία και γνώριζε πως η μάχη ήταν άνιση. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ως άλλος Λεωνίδας, βάζει στην άκρη κάθε ένστικτο αυτοσυντήρησης, απαντώντας στον απεσταλμένο του Μωάμεθ, όπως ακριβώς προστάζει η Ιστορία των Ελλήνων και η Πίστη προς στον Θεό.

«Τὸ δὲ τὴν Πόλιν σοὶ δοῦναι, οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν, οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ. Κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». Δηλαδή, «Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της. Διότι με κοινή απόφαση όλοι θα θυσιαστούμε και δεν θα υπολογίσουμε τη ζωή μας».

Τρίτη 29 Μαΐου 1453, η κερκόπορτα ανοίγει και μέσα στην Πόλη ξεχύνονται χιλιάδες Οθωμανοί. Κάπου εκεί, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, κι ενώ ο Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου πολεμά με αυταπάρνηση στο πλευρό των στρατιωτών του, σύμφωνα με τον μύθο, Άγγελος Κυρίου κατέβηκε και άρπαξε τον Κωνσταντίνο και τον πήρε σε μια σπηλιά, όπου Μαρμαρωμένος περιμένει την εντολή του Ύψιστου για να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη ως Ελευθερωτής και να εκδιώξει τους Τούρκους μέχρι τη Κόκκινη Μηλιά. Για να κυματίσει ξανά περήφανη η σημαία με τον Δικέφαλο Αετό και στην Αγιά Σοφιά να ακουστούν ξανά εκκλησιαστικοί ύμνοι.

Ήταν 14:30 το μεσημέρι της 29ης Μαΐου, ημέρας φαρμακερή, ημέρας αποφράδα όταν ποταμοί αίματος έπνιξαν τους δρόμους και τα στενά της Πόλης. Οι βάρβαροι Οθωμανοί, ο προαιώνιος εχθρός του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, η χιλιόχρονη και δοξασμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το σύμβολο της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας έπεσε. Μπήκαν στην Πόλη οι οχτροί, μπήκαν στην Πόλη οι Άπιστοι, λεηλατώντας εδώ και 567 χρόνια τις εκκλησίες μας, που αναμένουν την λύτρωση.

– Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιὰ τὸν Βασιλέα, ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε, σὰν ὄνειρο νὰ ποῦμε, σὰν παραμύθι τάχα;

– Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα, Πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶν, κι ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι σὰν νἄταν χθὲς μονάχα.

– Ἀπέθανε, γιαγιά;

– Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμᾶται.

– Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ, γιαγιάκα νὰ ξυπνήση;

– Ὤ, βέβαια! Καιροὺς καιρούς, σηκώνει τὸ κεφάλι, καὶ βλεπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή, πὄχει ὁ Θεὸς ὁρίσει.

– Πότε, γιαγιά μου, πότε;

– Ὅταν τρανέψῃς, γιόκα μου, νὰ ἀρματωθῇς, καὶ κάμῃς, τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά, σὺ κι ὅλη ἡ νεολαία, θὰ σώσετε τὴν χώρα. Κι ὁ βασιλιὰς θὰ σηκωθεῖ, τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ. Καὶ χτύπα-χτύπα, θὰ τὸν πά, πίσω στὴν κόκκινη μηλιά, καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο, ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!

Στις 29 Μαΐου η Πόλη έπεσε, το Έθνος όμως όχι. 400 χρόνια σκλαβιάς δεν ήταν ικανά να κάμψουν την Ρωμιοσύνη. Διότι σε πείσμα των βαρβάρων και των άπιστων, μας κράτησε ζωντανούς η Ελληνορθόδοξη πίστη μας.

1453 – 1974, η θυσία, η αυταπάρνηση και ο ηρωισμός του Παλαιολόγου και των υπερασπιστών της Βασιλεύουσας, πέρασαν μέσα από το διάβα της ιστορίας και αναγεννήθηκαν στον Πενταδάκτυλο, στις Μάχες της Λευκωσίας, στο Στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, μέσα από νέους σπουδαίους ήρωες της Ρωμιοσύνης, όπως τον Σταυριανάκο, τον Κατσάνη και τόσους άλλους, που απέναντι στις ορδές του πάνοπλου Αττίλα, απέδειξαν για άλλη μια φορά περίτρανα, πως Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία, αλλά και πως ο Έλληνας είναι πάντα έτοιμος να θυσιαστεί διά του Χριστού την Πίστη την Αγίαν και της Πατρίδος την Ελευθερία, όπως είχε πει δυο αιώνες πριν, ο ελευθερωτής του γένους, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Με πίστη εις τον Θεό, ο Ύψιστος θα ακούσει τις προσευχές μας και θα ‘ρθει η μέρα που ο Δικέφαλος αετός θα ανοίξει τα φτερά του και θα πετάξει πάνω από τον Πενταδάκτυλο για να σβήσει το σύμβολο της κατοχής, ως την Παναγιά του Σουμελά που τον καρτερά, και μαζί με τους Αρχαγγέλους και τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, ενωμένοι θα λευτερώσουμε την Πόλη κι όλοι μαζί θα λειτουργήσουμε ξανά στην Αγιά Σοφιά.

Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις
πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι!

 

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Ορθόδοξου Πνευματικού Κέντρου Λεμεσού