Ο Κώστας Λοΐζου, γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου του 1935, στο χωριό Μαραθόβουνος, της επαρχίας Αμμοχώστου. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο τού Μαραθόβουνου και εργαζόταν ως σιδηρουργός στη Λευκωσία.

Ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκαν στον Αγώνα της ΕΟΚΑ. Στο σιδηρουργείο του κατασκεύαζε βόμβες, τόσο για επιθέσεις της ομάδας του όσο και για τις ανάγκες άλλων ομάδων. Κατατάχθηκε σε ομάδα εκτελεστικού στη Λευκωσία και συνεργαζόταν κυρίως με τους συναγωνιστές και ήρωες, Στέλιο Μαυρομμάτη και Σταύρο Στυλιανίδη.

Ήταν τέτοια η δράση τους στη περιοχή, που αργότερα το σημείο εκείνο στο κέντρο της Λευκωσίας, ονομάστηκε από τους Άγγλους “μίλι του θανάτου”, λόγω των πολλών εκτελέσεων στρατιωτών που είχαν γίνει εκεί.

Στα τέλη Απριλίου – αρχές Μαΐου τού 1956, μετά από ανεπιτυχή απόπειρα εκτέλεσης ενός προδότη, ο Κώστας Λοΐζου υποχρεώθηκε να καταφύγει στα βουνά τού Κύκκου, στο λημέρι του Μάρκου Δράκου, στην περιοχή “Τρουλινός” τού χωριού Καλοπαναγιώτης.

Από τότε, έγινε καταζητούμενος από τους Άγγλους και τον είχαν επικηρύξει για 5.000 λίρες. Μετά το θάνατο τού Μάρκου Δράκου το Μάρτιο τού 1958, ο Κώστας Λοΐζου ορίστηκε από το Διγενή αρχηγός ανταρτικής ομάδας και κατέφυγε στην περιοχή “Αβρουλιές” τού χωριού Κάμπος, κατασκευάζοντας εκεί ορεινό κρησφύγετο.

Υπέφερε δεινά, κακουχίες και πολλές καταδιώξεις για δυόμιση χρόνια περίπου, ενώ δρούσε πια ως αντάρτης, όμως επέφερε και πολλά πλήγματα κατά τού εχθρού, σε ενέδρες και μάχες.

Σε επίθεση της ομάδας του στον αστυνομικό σταθμό Κάμπου, τη 1η Οκτωβρίου του 1958 προκλήθηκε πυρκαγιά από την οποία υπέστη σοβαρότατα εγκαύματα. Στο πλευρό του στάθηκε κάνοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες η αγωνίστρια και νοσοκόμα, Παναγιώτα Πιτσιλλίδου, όμως δυστυχώς ο Κώστας Λοΐζου υπέκυψε ύστερα από είκοσι πέντε οδυνηρές μέρες. Ο θάνατός του κρατήθηκε μυστικός μέχρι το τέλος τού αγώνα, οπότε έγινε ανακομιδή τού λειψάνου του και τάφηκε με τιμές στο χωριό του, δίπλα στο μακρινό του ξάδελφο Μάκη Γεωργάλλα.