Με την Επανάσταση του 1821 απελευθερώθηκε η μισή Ελλάδα. Ο βόρειος Ελληνισμός στέναζε ακόμα κάτω από τον τουρκικό ζυγό, ενώ οι ελληνικοί πληθυσμοί υπέφεραν και από τις βουλγαρικές συμμορίες που εποφθαλμιούσαν την έξοδο προς το Αιγαίο σε περίπτωση κατάρρευσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Ο έμφυτος Εθνικισμός όμως των Ελλήνων δεν τους εφησύχασε και μανιωδώς ο στρατός μας επεδίωκε την απελευθέρωση των σκλαβωμένων πατρίδων. Η Θεσσαλονίκη αλώθηκε από τους Οθωμανούς το 1430. Τον Οκτώβριο του 1912, μετά την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου με συμμάχους της Ελλάδας την Σερβία και την Βουλγαρία, εναντίον της ασθμαίνουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο Ελληνικός στρατός εφορμώντας από τη Λάρισα βόρεια, απελευθέρωσε την Ελασσόνα, την Κατερίνη και την Βέροια. Αρχηγός του Ελληνικού στρατού ο διάδοχος Κωνσταντίνος και Πρωθυπουργός ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Ο Ελληνικός Στρατός, μετά την απελευθέρωση της Βέροιας, στις 20 Οκτωβρίου πολιορκεί την πόλη των Γιαννιτσών και κατορθώνει και διασπά το τουρκικό μέτωπο και εισέρχεται στα Γιαννιτσά. Οι τούρκοι, οπισθοχωρούν προς την Θεσσαλονίκη. Προκειμένου να καθυστερήσουν τον Ελληνικό στρατό, καταστρέφουν τις γέφυρες του Λουδία, του Αξιού και του Γαλλικού. Αγγελιοφόροι αναφέρουν ότι η 2η Βουλγαρική μεραρχία βρίσκεται στην πεδιάδα του Λαγκαδά. Αρχίζει ένας αγώνας δρόμου μεταξύ Ελληνικού και βουλγαρικού στρατού.

Ο Αξιός τεράστιος και αδιάβατος. Τη νύχτα της 23ης προς 24η Οκτωβρίου οι Ελληνικές εμπροσθοφυλακές απελπίζονται καθ’ όσον η κατασκευή γέφυρας απαιτεί τουλάχιστον τρείς μέρες και υλικά δεν υπάρχουν.

Η Θεσσαλονίκη κινδυνεύει να χαθεί διαπαντός. Σε μια κίνηση απόγνωσης, στρατιώτες απευθύνονται στα γύρω χωριά, τα Μάλγαρα, τα Κύμινα, τη Χαλάστρα και τη Σίνδο. Η ανταπόκριση των κατοίκων είναι άμεση. Χιλιάδες άνθρωποι προσφέρουν ότι ξύλινο υπάρχει στο σπίτι τους και στο βιός τους, τις βάρκες τους, τα ξύλινα βαρέλια, τις πόρτες από τα σπίτια τους, ακόμα και τις κάσες. Δουλεύουν ασταμάτητα χιλιάδες κόσμου και στρατιωτών, άυπνοι και το πρωί της 24ης Οκτωβρίου η γέφυρα είναι έτοιμη.

Η διάβαση των ποταμών κρατάει μέχρι το πρωί της 26ης Οκτωβρίου, και από το μεσημέρι της ίδιας μέρας, οι προφυλακές της VII είναι ορατές πλέον από τους πανικόβλητους επιζήσαντες Τούρκους που βρισκόταν σε ακόμη αθλιότερη κατάσταση. Το απόγευμα της 26ης διάσπαρτες ομάδες της VII μπαίνουν στο Κορδελιό και στα υψώματα του Ευόσμου. Αντίθετα, η Ελληνική χωροφυλακή προωθείται και εισέρχεται από τη Δυτική πύλη στη Θεσσαλονίκη. Η Βουλγαρική 2η Μεραρχία βρίσκεται 4,5 χιλ. μακριά από το κέντρο της πόλης και στρατοπεδεύει τη νύχτα στην περιοχή του σημερινού Τιτάν.

Εν τω μεταξύ ο κατοχικός διοικητής της Θεσσαλονίκης, Ταξίμ Πασάς, διαπραγματεύεται την παράδοση της πόλης στους Έλληνες, λέγοντας “από τους Έλληνες την πήραμε, στους Έλληνες θα την παραδώσουμε”.

Παράλληλα ο βουλγαρικός στρατός έσπευδε ταχέως προς την Θεσσαλονίκη με σκοπό να την καταλάβουν από τους τούρκους. Ο Κωνσταντίνος διαπραγματεύεται τους όρους παράδοσης θέλοντας να προλάβει την είσοδο των βουλγάρων στην πόλη. Τελικά την νύχτα της 26ης προς 27η Οκτωβρίου υπογράφεται το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης. Την επομένη, ο Ελληνικός στρατός εισέρχεται πανηγυρικά στην πόλη.

Χιλιάδες κόσμου επευφημούν τον Ελληνικό στρατό ενώ χιλιάδες σημαίες που πριν ήταν επιμελώς κρυμμένες ανεμίζουν στον ελεύθερο αέρα της πρωτεύουσας του Βορρά.

Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου απελευθερώθηκε η Νύμφη του Βορρά , ημέρα της γιορτής του πολιούχου και προστάτη της, Άγιου Δημητρίου . Ο Αγ. Δημήτριος έχει συνδέσει το όνομά του με την πόλη αυτή και τιμάται ως πολιούχος, καθ’ όσον υπάρχουν μαρτυρίες από θαύματα του Αγίου κατά την περίοδο της πολιορκίας της πόλης. Αρκετός κόσμος έβλεπε τον Άγιο Δημήτριο στα τείχη της.

Η Ελληνική επέλαση συνεχίστηκε και κομμάτι κομμάτι τα βόρεια Ελληνικά εδάφη απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στην Μητέρα Ελλάδα.