Ο Συμεού Παναγιώτης ή Πανίκος, γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1936 στο χωριό Πάχνα της επαρχίας Λεμεσού. Τέλειωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και ασχολήθηκε με την αμπελολαλλιέργεια. Σε ηλικία μόλις 17 χρονών, πρωτοστάτησε στην ίδρυσε της Νέας Συντεχνίας Πάχνας και αθλητικού σωματείου στο χωριό του. Ασχολούταν γενικά με τα κοινά, ενώ διοργάνωνε και εθνικές εκδηλώσεις στις οποίες εμφανιζόταν με την ελληνική φουστανέλα.

Στην ΕΟΚΑ, κατατάχθηκε στις αρχές του 1956. Η δράση του υπήρξε πλούσια από την αρχή. Έλαβε μέρος στην επίθεση εναντίον του αστυνομικού σταθμού Πάχνας, σε τέσσερις ανατινάξεις του συστήματος ύδρευσης Επισκοπής και σε άλλες επιθέσεις στις Κιβίδες και στην Κισσούσα. Εισχώρησε στην ανταρτική ομάδα της περιοχής του και διέμενε σε κρησφύγετο μεταξύ των χωριών Φοινί και Άη Νικόλας. Όταν οι Άγγλοι ανακάλυψαν το κρησφύγετο, ο Συμεού έπειτα από εντολή της Οργάνωσης, συγκέντρωσε τα όπλα και τα μετέφερε στο Όμοδος, ενώ οι αντάρτες προσωρινά σκορπίστηκαν. Αργότερα, ανασυγκροτήθηκαν σε δύο ομάδες όπου στη μία συμμετείχε και ο Συμεού. Η ομάδα του, συνέχισε τη δράση της με επιθέσεις εναντίον των άγγλων στην Αυδήμου και την Τριμίκλινη.

Ο Συμεού, καταζητήθηκε από τους Άγγλους οι οποίοι και τον συνέλαβαν το Νοέμβριο του 1958. Για τρεις μέρες, τον βασάνιζαν φρικτά στον αστυνομικό σταθμό Αυδήμου. Ξημερώνοντας 25η Νοεμβρίου, και ενώ επικρατούσε εκεχειρία, οι Άγγλοι υπό την απειλή των όπλων τον οδήγησαν στη Λεμεσό, προκειμένου να τους υποδείξει οπλισμό της ΕΟΚΑ. Στην οδό 28ης Οκτωβρίου (κοντά στο γήπεδο ΓΣΟ), ο Πανίκος πήδηξε από το αστυνομικό αυτοκίνητο και άρχισε να τρέχει, προκειμένου να διαφύγει. Οι Άγγλοι στρατιώτες μαζί με τους Τούρκους επικουρικούς που τον συνόδευαν, άνοιξαν πυρ εναντίον του με αποτέλεσμα τον θάνατό του.

Οι Άγγλοι, διέταξαν και η κηδεία του έγινε στις δέκα το βράδυ. Το πλήθος που είχε μαζευτεί στο κοιμητήριο για να τον αποχαιρετήσει, γονάτισε και έψαλε τον Εθνικό Ύμνο.

Στο πρώτο μνημόσυνο που τελέστηκε για τη μνήμη του ήρωα, οι κοπέλες του χωριού χόρεψαν, καθ’ υπόδειξη της μητέρας του, καλαματιανό τραγουδώντας δικούς του στίχους, που τραγουδούσε και ο ίδιος, όταν χόρευε με την μητέρα του.