Την 20η Μαΐου του 1825, σε μια κρισιμότατη καμπή για την Ελληνική Επανάσταση, ο Γρηγόριος Δικαίος – πιο γνωστός ως Παπαφλέσσας – πέφτει ηρωικά στον αέναο αγώνα του Γένους για Λευτεριά.

Ο Παπαφλέσσας καταφθάνει από το Ναύπλιο στο Μανιάκι, έχοντας κατορθώσει να συγκεντρώσει δύναμη περίπου 1.500 αντρών, με στόχο να ανακόψει την προέλαση των ορδών του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και προπαντός για να αφυπνίσει τους επαναστατημένους Έλληνες που είχαν δυστυχώς εισέλθει στον κυκεώνα της διχόνοιας και διαίρεσης. Εκεί ψηλά στο Μανιάκι, όπου έχει αποφασίσει να ταμπουρωθεί και να συγκρουστεί με τον Ιμπραήμ, στήνει την 19η Μαΐου τις οχυρωματικές του θέσεις, δίνοντας παράλληλα την διαταγή ν’ ανάψουν φωτιές παντού, για να παραπλανήσει τον εχθρό αναφορικά με τον αριθμό των ελληνικών δυνάμεων. Ματαίως ανέμενε ενισχύσεις, πάνω στις οποίες είχε βασιστεί και η απόφασή του να συγκρουστεί με τον Ιμπραήμ στο Μανιάκι.

Καθ’ υπόδειξη Παπαφλέσσα, έχουν στηθεί τρία ταμπούρια στο πεδίο της επερχόμενης μάχης, με τον ίδιο να κρατά το βορειότερο εξ αυτών. Το πρωινό της 20ης Μαΐου, προβάλλει στον ορίζοντα και πάνω από το χωριό Σκάρμιγκα το πολυπληθές στράτευμα του Ιμπραήμ. Στη θέα του, μέρος των αμυνομένων λυγίζει και καταβάλλεται από πανικό. Την δυσχερή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, επιδεινώνει ο Σταυριανός Καπετανάκης, ο οποίος αποχωρεί με τους άντρες του. Στον «Βίο του Παπαφλέσσα» του Φώτιου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, αναφέρονται τα εξής χαρακτηριστικά: «Τούτον δε βλέποντες και άλλοι φεύγοντα παρεκινήθησαν και αυτοί και εδόθησαν εις φυγήν δια του αυτού ρεύματος. Έφυγαν δε υπέρ τους χιλίους». Ο Παπαφλέσσας επιχειρεί απεγνωσμένα να ανυψώσει το ηθικό των ανδρών του: «Όπου να ‘ναι φτάνουν δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας, ο Πλαπούτας κι όλοι οι Αρκαδινοί, ο αδερφός μου Νικήτας, ο Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες. Σε μια ώρα θα ‘ναι εδώ. Θα τριγυρίσουν τ’ ασκέρι του Ιμπραήμ και θα το χτυπάνε από τις πλάτες. Αδέρφια! Η πατρίδα καρτεράει από μας να δοξαστεί ξανά από τη νίκη μας»!

Η κατάσταση όμως είναι μη αναστρέψιμη. Καπεταναίοι παρακινούν τον ανιψιό του να του υποδείξει την ύστατη προοπτική της αιφνιδιαστικής επίθεσης, προκειμένου να διαρρηχθεί ο εχθρικός ασφυκτικός κλοιός. Οι οπλαρχηγοί Κεφάλας και Παπα-Γιώργης αναλαμβάνουν αντ’ αυτού να θέσουν την πρόταση. Ο Παπαφλέσσας εξαγριώνεται ακόμη περισσότερο: «Έχασα τις ελπίδες που στήριζα πάνω σου. Και μαζί μ’ αυτές και την υπόληψη που είχα για σένα».

Απευθύνεται ακολούθως στον Παπα-Γιώργη του τραβά τα γένια και του λέει: «Μου τα ντρόπιασες, Παπα-Γιώργη! Πού να πάμε να φύγουμε; Έχουμε τακτικό στράτευμα όπου όταν θα βγει από τα ταμπούρια, θ’ αποτραβηχτεί με τάξη πολεμώντας; Δεν ξέρεις τάχα πως οι άτακτοι άμα βγουν από τα ταμπούρια σκορπίζουν κι ο καθένας παίρνει δικό του δρόμο; Τότε πέντε καβαλαραίοι του Ιμπραήμ θα μάς σφάξουν όλους. Και θ’ ακολουθήσει μεγάλο κακό για το έθνος όπως θα ψυχωθούν οι εχθροί και θα δειλιάσουν οι δικοί μας. Τί φοβάσαι, Παπα-Γιώργη; Εσύ ξέρεις τα γράμματα που έγραψα και πήρα. Σε ρωτώ, έχεις αμφιβολίες πως μέσα σε δύο ώρες πέντε χιλιάδες δικοί μας δε θα χτυπάνε απέξω τον Ιμπραήμ; Ακόμα κι άλλοι να μην έρθουν ο Πλαπούτας δε θα λείψει. Είμαι βέβαιος πως θα νικήσουμε. Aν όμως, ο μη γένοιτο, νικηθούμε, θ’ αδυνατίσουμε τη δύναμη του εχθρού και η ιστορία θα ονομάσει τούτον τον πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, Παπα-Γιώργη»!

Η έκβαση της μάχης ήταν προδιαγεγραμμένη. Μερικές εκατοντάδες Ελλήνων πίπτουν έπειτα από λυσσαλέα μάχη και μαζί τους ο ατρόμητος Παπαφλέσσας. Ο ίδιος ο Ιμπραήμ αναζητεί το νεκρό σώμα του αντιπάλου του. Μπροστά του έφεραν ένα ακέφαλο πτώμα. Διατάσσει να βρουν και να του φέρουν την κεφαλή του Παπαφλέσσα. Λέγεται πως ο Ιμπραήμ ασπάστηκε τον Έλληνα Ήρωα, αφού πρώτα διέταξε να στεριώσουν το άψυχο κορμί σε ένα κορμό δέντρου.