Ο Ανδρέας Παρασκευά, γεννήθηκε στο χωριό Κώμα του Γιαλού, του διαμερίσματος Καρπασίας, στις 30 Νοεμβρίου του 1940. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και αργότερα φοίτησε μέχρι την τετάρτη τάξη στο Γυμνάσιο Γιαλούσας.

Εντάχθηκε στον αγώνα της ΕΟΚΑ κατά το τέλος του 1955, στη μαθητική ομάδα του Γυμνασίου Γιαλούσας, και η όλη δράση του χαρακτηριζόταν από αυθορμητισμό και γενναιότητα. Την σύλληψη, την φυλάκιση, τα βασανιστήρια και τον θάνατο, τα είχε διαγράψει από το μυαλό του. Όταν ο πατέρας του, του είπε ότι ήταν πολύ μικρός για να ενταχθεί σε ένα τόσο μεγάλο αγώνα, απάντησε: «Άργησες, πατέρα, να μου το πεις. Ο γιος σου μεγάλωσε από τη στιγμή που έδωσε το μεγάλο του όρκο. Πατέρας μου και μάνα μου τώρα είναι η Ελλάδα».

Στις ενέργειές του εναντίον των Άγγλων είχε συμπαραστάτη τον πατέρα του, ο οποίος ήταν αριστερός και καταδιώχθηκε από το Κόμμα του για τη συμπαράσταση προς το γιο του. Είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μετά το θάνατο του γιου μου, ούτε καφέ δεν προσφέρονταν οι αριστεροί φίλοι μου να με κεράσουν και έφευγαν από το καφενείο, όταν πήγαινα εγώ. Όμως καμάρωνα που ο γιος μου έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα. Ήμουν φτωχός και τα παιδιά μου ήταν πολλά. Όμως δούλεψα πολύ σκληρά και μόρφωσα όλα τα παιδιά μου, γιατί ήθελα να έχουν μια καλή θέση στην κοινωνία και να είναι αντάξια του ήρωα αδελφού τους».

Ήταν Δευτέρα, 2 Ιουλίου του 1956 και η ώρα 2.30 μετά το μεσημέρι, όταν ο Ανδρέας Παρασκευά με συναγωνιστή του, που ήταν σηματοδότης του, έστησαν ενέδρα σε Άγγλους στρατιώτες μέσα στο χωριό τους για βομβιστική επίθεση. Όταν η αυτοκινητοπομπή έφτασε στο κέντρο του χωριού, ο Ανδρέας έριξε τη βόμβα του, από την έκρηξη της οποίας πληγώθηκαν δυο Άγγλοι στρατιωτικοί. Οι Άγγλοι τον κυνήγησαν από τις στέγες και τα μπαλκόνια των σπιτιών όπου είχαν πάρει θέσεις. Έγινε αντιληπτός, όταν έτρεξε να εξαφανιστεί με το ποδήλατό του και πυροβολήθηκε.

Έπεσε ηρωικά και ήταν μόλις 15 χρονών. Μετά τον θάνατό του, στην οικογένειά του ήρθε ακόμα ένα αδελφάκι το οποίο και πήρε το όνομά του.