Ο Ανδρέας Σουρουκλής γεννήθηκε στο χωριό Τρούλλοι, της επαρχίας Λάρνακας στις 26 Οκτωβρίου του 1933. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και εργαζόταν στα κτήματά του.

Στην ΕΟΚΑ εντάχθηκε μαζί με τα αδέλφια, τους γονείς και τη σύζυγό του και συνεργάστηκε με την ανταρτική ομάδα της περιοχής του. Φρόντισαν και κατασκευάστηκε κρησφύγετο σε χωράφι τους, προκειμένου να εγκατασταθούν οι αντάρτες της ΕΟΚΑ, τους οποίους ο Ανδρέας φιλοξενούσε και στο σπίτι του.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1957, ο Μιχαλάκης Παρίδης, μετά τη δραπέτευσή του από το νοσοκομείο στο οποίο είχε μεταφερθεί από τις φυλακές για εγχείρηση, κατέληξε στους Τρούλλους και εγκατέστησε το αρχηγείο του στο σπίτι του Ανδρέα Σουρουκλή. Εκεί κατασκεύασε και το προσωπικό του κρησφύγετο το οποίο, όσο και για την εκεί παραμονή του, τα κρατούσε κάτω από άκρα μυστικότητα και από τους αντάρτες του, που έμεναν στο ίδιο σπίτι.

Το βράδυ της 1ης Αυγούστου του 1958, η τοπική ομάδα της ΕΟΚΑ Τρούλλων και οι αντάρτες που ήταν στο σπίτι του Σουρουκλή έστησαν ενέδρα εναντίον των Άγγλων στην τοποθεσία “Σαμερή”, σε ένα γεφύρι του δρόμου Λάρνακας – Τρούλλων, κοντά σε ένα βαθύ χαντάκι. Η μόνη κάλυψη που είχαν ήταν από μια καλαμιά. Εκείνη τη νύχτα, το φεγγάρι ήταν γεμάτο με αποτέλεσμα το φως του να καταστήσει την υποχώρηση δύσκολη. Αποτέλεσμα ήταν ο Ανδρέας να χτυπηθεί κατά την οπισθοχώρηση, όταν ακολούθησε τη γραμμή της όχθης και έμεινε ακάλυπτος από την καλαμιά.

Ο πατέρας του ήρωα, συνοδεύοντας τη νύφη του μπροστά στο φέρετρο του παιδιού του, έσκυψε και του φίλησε το χέρι. Το ίδιο έκαναν και η σύζυγος και όσα από τα αδέλφια του πρόλαβαν να παρευρεθούν στην κηδεία. Οι Άγγλοι είχαν επιτρέψει σε ελάχιστους να παραστούν στην κηδεία, παρεμποδίζοντας ακόμα και κάποια από τα αδέλφια του.