Οι Τούρκοι, μετά την ήττα τους στη μάχη του Σαρανταπόρου, συμπτύχθηκαν στη Πτολεμαΐδα και τη Βέροια. Από τη μεριά της Ελλάδας, υπήρχε πίεση προκειμένου να γίνει όσο το δυνατόν γρηγορότερα η κατάληψη της Θεσσαλονίκης, αφού υπήρχε κίνδυνος να καταληφθεί από τους Βούλγαρους.

Έτσι, το γενικό Στρατηγείο διατάζει τη Στρατιά Θεσσαλίας να κατευθυνθεί ανατολικά. Απελευθερώνεται η πόλη της Κατερίνης στις 16 Οκτωβρίου και στις 18 Οκτωβρίου, η στρατιά προελαύνει προς τον Αξιό μέσω της εδαφικής ζώνης βόρεια της λίμνης των Γιαννιτσών. Στα νότια της λίμνης διέθεσε την 7η Μεραρχία, το Απόσπασμα Ευζώνων και την Ταξιαρχία Ιππικού για την κάλυψη της δεξιάς πλευράς της και της Βέροιας από την κατεύθυνση του Λουδία.

Το πρωί της 19ης Οκτωβρίου ξεκίνησε η προέλαση των Ελληνικών Στρατευμάτων προς τα ανατολικά. Η μάχη των Γιαννιτσών μεταξύ των Ελληνικών δυνάμεων υπό τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο και των Τουρκικών υπό τον αρχιστράτηγο Χασάν Ταξίν Πασά, έγινε στη περιοχή μεταξύ του όρους Πάικου, λίμνης Γιαννιτσών και Λουδία ποταμού. Στη πραγματικότητα, η μάχη των Γιαννιτσών μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια μη αναμενόμενη μάχη. Παρόλα αυτά οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να κάμψουν γρήγορα την αντίσταση του εχθρού και να τον αναγκάσουν να συμπτυχθεί προς τα Γιαννιτσά, ανατρέποντας τα εχθρικά τμήματα και αποκρούοντας τις εχθρικές αντεπιθέσεις.

Το σχέδιο των Τούρκων προέβλεπε σταθερή άμυνα επί της τοποθεσίας Γιαννιτσών με σκοπό την παρεμπόδιση της προέλασης της Ελληνικής Στρατιάς. Την μάχη έκρινε η αποφασιστική ενέργεια της 6ης Μεραρχίας Πεζικού και ιδίως η θυελλώδης επίθεση του 9ου Αποσπάσματος Ευζώνων με επικεφαλής τον ταγματάρχη Βελισαρίου. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν ανατολικά του Αξιού.

Η λαμπρή αυτή νίκη του Ελληνικού Στρατού άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.