Ο Παναγιώτου Ανδρέας, γεννήθηκε στο χωριό Πολύστυπος της επαρχίας Λευκωσίας, το 1928. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του, εργαζόταν στο μεταλλείο Μιτσερού και ήταν παντρεμένος με την Κυριακή Παναγιώτου.

Στον Αγώνα της απελευθέρωσης της ΕΟΚΑ, εντάχθηκε από την αρχή και μάλιστα μαζί με τη σύζυγο του Κυριακή διέθεσαν το σπίτι τους για τις ανάγκες του Αγώνα. Η ΕΟΚΑ, είχε εγκαταστήσει εργαστήρι για τη κατασκευή εκρηκτικών μηχανισμών στο χωριό τους και το ζευγάρι βοηθούσε στη διανομή τους, εφοδιάζοντας τις αντάρτικες ομάδες των τομέων, Πιτσιλιάς, Κύκκου, Λευκωσίας και Λεμεσού. Η δραστηριότητά τους, περιοριζόταν από τους υπευθύνους, αφού το σπίτι τους το χρησιμοποιούσαν ως Αρχηγείο της περιοχής. Εκεί διέμενε ο Τομεάρχης και οποιοσδήποτε Αγωνιστής δραπέτευε από τα κρατητήρια και χρειαζόταν καταφύγιο.

Στις 8 Νοεμβρίου του 1956, ο Ανδρέας Παναγιώτου συνελήφθη κατόπιν προδοσίας και οδηγήθηκε στα κρατητήρια των Πλατρών. Ο ανακριτής του, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να του αποσπάσει πληροφορίες για το που βρισκόταν ο Διγενής, τον βασάνισε μέχρι θανάτου.

Ο Άγγλος στρατιωτικός γιατρός Φίλιπ Πάρκερ, που διαπίστωσε το θάνατο του Ανδρέα Παναγιώτου, αναφέρει στην έκθεσή του: “Στο κάτω μέρος της κοιλιάς του υπήρχαν δυο κιτρινωπές περιφέρειες που έδειχναν σημεία αποσύνθεσης. Το πρόσωπο και ο λαιμός του ήταν μελανιασμένα και συμφορημένα. Κακώσεις υπήρχαν και στα γόνατα, στους αγκώνες, στα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών, στους μηρούς, στο στόμα και στα χείλη. Στο μεσεντέριο και στο περιτόνιο υπήρχε μεγάλη αιμορραγία και η κοιλιά και το παχύ έντερο ήταν γεμάτα αίμα. Το λεπτό έντερο ήταν τρυπημένο και ο αριστερός νεφρός κτυπημένος. Οι αριστερές πλευρές από την τέταρτη ως τη δωδέκατη ήταν σπασμένες και στο αριστερό ημιθωράκιο υπήρχε αίμα. Στο κεφάλι υπήρχαν μώλωπες και το κρανιακό οστούν ήταν λεπτότερο του κανονικού. Μέσα στον εγκέφαλο υπήρχε πηχτό αίμα”.

Ο θάνατος αποδόθηκε σε ενδοκρανιακή αιμορραγία και ανεπάρκεια της καρδιάς και της αναπνοής, λόγω πηκτού αίματος στην καρδιά και στους πνεύμονες.