Σαν σήμερα, 16 Οκτωβρίου, οι Άγγλοι αποικιοκράτες μετά από φρικτά βασανιστήρια, οδήγησαν στο θάνατο έναν οικογενειάρχη από την Κυθρέα, τον Σπύρο Χατζηγιακουμή, είκοσι έξι μόνο χρόνων, πατέρα τεσσάρων παιδιών.   Ο Σπύρος Χατζηγιακουμής γεννήθηκε στο χωριό Κυθρέα το 1932 και ήταν παιδί πολύτεκνης αγροτικής οικογένειας. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο Κυθρέας και ήταν γεωργός. Στον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. εργαζόταν μυστικά και αθόρυβα. Στις αρχές Οκτωβρίου 1958 είχε επιβληθεί κατ’ οίκον περιορισμός και στις επτά ενορίες της Κυθρέας και ακολούθησαν έρευνες. Στις 16 Οκτωβρίου επαναλήφθηκε ο περιορισμός, κατά τον οποίο, μαζί με τους Άγγλους, περιφερόταν και προδότης προσωπιδοφόρος. Αφού οι στρατιώτες μάζεψαν τους άνδρες στο Κεφαλόβρυσο, άρχισαν να κάνουν έφοδο αδιάκριτα στα σπίτια. Όλοι οι άνδρες οδηγήθηκαν μπροστά από τον κουκουλοφόρο, ο οποίος υποδείκνυε τους αγωνιστές.   Συνελήφθησαν τριάντα άτομα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Σπύρος Χατζηγιακουμής. Οι στρατιώτες τον οδήγησαν στο σπίτι του για έρευνες. Εκεί του ζήτησαν να μετακινήσει μεγάλη σωρό από απόκλαδα, τα οποία είχε μεταφέρει, για να περιφράξει το χώρο δίπλα από το σπίτι του, όπου θα έβαζε το κοπάδι του. Αρνήθηκε. Μεταφέρθηκε μετά σε αποθήκη έξω από το χωριό, όπου συνεχίστηκαν οι ανακρίσεις και από εκεί στη Λευκωσία, όπου υποβλήθηκε σε βασανιστήρια.


Ο κατ’ οίκον περιορισμός κράτησε οκτώ μέρες. Την όγδοη μέρα οι στρατιώτες μετέφεραν στο χωριό νεκρό τον Σπύρο Χατζηγιακουμή και κατευθύνονταν προς το νεκροταφείο. Οι κάτοικοι του χωριού, που αντιλήφθηκαν τις προθέσεις των Άγγλων να τον θάψουν, όρμησαν στους δρόμους αγνοώντας τον περιορισμό. Οι Άγγλοι δεν μπορούσαν να τους κουμαντάρουν, όχλος σωστός. Απέσπασαν τον νεκρό από τα χέρια των κατακτητών και τον μετέφεραν στην εκκλησία. Τα πόδια του ήταν διάτρητα και το κεφάλι του καταθρυμματισμένο. Φρίκη…

Η γυναίκα του αναφέρει ότι όταν της έφερε ο κουνιάδος της το μαύρο χαμπάρι, άφησε τα μωρά της στο σπίτι (τον Ανδρέα, τεσσάρων χρόνων, τον Κώστα, τριών, τον Γιάννη, δύο, (που μετονομάστηκε σε Σπύρο μετά το θάνατο του πατέρα του) και την κόρη της Χρυστάλλα που ήταν μόλις έξι μηνών), και έτρεχε σαν την αλλοπαρμένη στους δρόμους που ήταν γεμάτοι από στρατό, χωρίς να λογαριάζει τίποτα. Τότε η γυναίκα του, το μόνο που είπε ήταν: «Ο άντρας μου σκοτώθηκε για την ελευθερία της Κύπρου. Χίλιες φορές χαλάλιν της Ελλάδας». Η γυναίκα του, επίσης, αναφέρει ότι πρόλαβε και είδε τα πόδια του: «όπως που να κρατούσε κανείς μπάρρα με βελόνες και να τον κτυπούσε, έτσι τρυπημένα ήταν τα πόδια του, κόσκινον αρβάλιν».  


Μετά την κηδεία τον μετέφεραν στο νεκροταφείο. Οι γιατροί της Κυθρέας συμφώνησαν μεταξύ τους να τον ξεθάψουν μετά για να του γίνει νεκροψία – την οποία οι Άγγλοι δεν είχαν διενεργήσει όπως προβλεπόταν – και να διαπιστωθούν τα αίτια του θανάτου του, και γι’ αυτό στο σεντούκι δεν του έριξαν χώμα επίτηδες. Του ρίξανε μόνο λάδι και τον κλείσανε. Η ταφή του, έγινε υπό την απειλή των όπλων. Για μερικές μέρες τριγύριζε ένα ελικόπτερο πάνω από το μνήμα του και υπήρχε στρατός που φρουρούσε. Και ο λόγος είναι αυτονόητος. Ζήτησαν, στη συνέχεια, με δικηγόρους να επιτραπεί η εκταφή και η νεκροψία, όμως δεν τους το επέτρεψαν, γιατί δεν ήθελαν να αποδειχθεί ότι πέθανε από τα βασανιστήρια. Πέθανε ο ήρωας και έμεινε μια γυναίκα μόνη κι ανυπεράσπιστη με τέσσερα ορφανά παιδιά και οι δήμιοί του ατιμώρητοι…   Ας είναι Αιωνία η Μνήμη του Εθνομάρτυρος!