Ο Χαράλαμπος Μούσκος γεννήθηκε στο χωριό Παναγιά της επαρχίας Λεμεσού στις 19 Μαίου του 1932. Τελείωσε το Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου και μετά από ειδική εκπαίδευση που έλαβε στην Ελλάδα, διορίστηκε διευθυντής του τυπογραφείου της Αρχιεπισκοπής, στο οποίο τυπώνονταν και τα πρώτα φυλλάδια και έντυπα του αγώνα. Ήταν ξάδελφος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ και στέλεχος των οργανώσεων ΠΕΟΝ και ΟΧΕΝ.

Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ με την έναρξη του Αγώνα και ήταν ένας από τους πέντε πρώτους ομαδάρχες των ομάδων δολιοφθορέων Λευκωσίας και μάλιστα ερχόταν σε άμεση επαφή με τον ίδιο τον Αρχηγό Γεώργιο Γρίβα-Διγενή. Πήρε μέρος σε επιθέσεις τη νύχτα της 1ης Απριλίου του 1955. Τρεις μήνες αργότερα συνελήφθη μετά από προδοσία μαζί με άλλους συναγωνιστές του, γιατί σε έλεγχο που έγινε βρήκαν στο σπίτι που ενοικίαζε όπλα και πυρομαχικά. Στο δικαστήριο αθωώθηκε με τη δικαιολογία ότι το σπίτι ήταν ξεκλείδωτο και μπορούσε να μπει μέσα όποιος ήθελε. Γνωρίζοντας όμως τον νόμο <<περί προσωποκρατήσεως>>, έφυγε τρέχοντας από το δικαστήριο, καταδιωκόμενος από Άγγλους αστυνομικούς. Αρχικά, κρύφτηκε στην Αρχιεπισκοπή και λίγες μέρες αργότερα κατέφυγε σε λημέρι ανταρτών στη Βαιλική Κύκκου.

Στις 15 Δεκεμβρίου, υπήρξε σύγκρουση της ομάδας του Μάρκου Δράκου με τους Άγγλους. Στη βορειοδυτική Κύπρο, στη θέση Μερσινάκι, ομάδα τεσσάρων αγωνιστών είχε στήσει ενέδρα αναμένοντας βρετανικό στόχο. Όταν πλησίασε διερχόμενο το στρατιωτικό όχημα, οι ενεδρεύοντες αγωνιστές άνοιξαν πυρ με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας στρατιώτης και να τραυματισθούν άλλοι δύο. Οι υπόλοιποι στρατιώτες που κατάφεραν να εξέλθουν από το όχημα, καλύφθηκαν και απάντησαν και αυτοί με πυρά. Όταν οι αγωνιστές αντιλήφθηκαν ότι οι στρατιώτες καλούσαν ενισχύσεις, οι αντάρτες επιχείρησαν μετωπική έφοδο. Δυστυχώς, κάποια από τα αυτόματα των αντρών έπαθαν εμπλοκή. Ο τραγικός απολογισμός ήταν ότι φονεύθηκε από τα πυρά του εχθρού ο Χαράλαμπος Μούσκος. Τραυματισμένοι συνελήφθησαν οι Ανδρέας Ζάκος και Χαρίλαος Μιχαήλ, ενώ ο Μάρκος Δράκος κατάφερε να διαφύγει τραυματισμένος στο κεφάλι.

Λίγο καιρό αργότερα, δημοσιεύματα του Βρετανικού τύπου αποκάλυψαν ότι Χαράλαμπος Μούσκος δε πέθανε ακαριαία αλλά όντας τραυματισμένος και πεσμένος κάτω, ο ταγματάρχης Μπράϊαν Κουμπς τον εκτέλεσε εν ψυχρώ με δύο πυροβολισμούς εξ επαφής.

Την επόμενη της μάχης, όλα τα Γυμνάσια της Κύπρου παρέμειναν κλειστά και ξέσπασαν μαθητικές διαδηλώσεις. Η ΕΟΚΑ, εκδικούμενη το φόνο του Μούσκου, προσέβαλε τον αστυνομικό σταθμό Γιαλούσας στην Καρπασία. Στις 17 Δεκεμβρίου μέρα της κηδείας του Μούσκου, πλήθος λαού τον τίμησε παρά τις απειλές της αστυνομίας. Γονάτιζαν μπροστά στη σωρό του και ορκιζόντουσαν <<Ένωση ή Θάνατο>>. Οι Βρετανοί, χωρίς ίχνος σεβασμού έριξαν δακρυγόνα και επιτέθηκαν με ρόπαλα κατά της νεκρικής πομπής. Οι μεταφέροντες του νεκρού, αναγκάστηκαν να πάρουν τη σωρό του στα χέρια και να τον μεταφέρουν στο νεκροταφείο όπου εκεί τον τύλιξαν με την Ελληνική σημαία και τον έθαψαν.

Βέβαια οι Βρετανοί δε σταμάτησαν εκεί, και αφού δε μπόρεσαν να αποτρέψουν την απόφαση του λαού να τιμήσουν τον ήρωα όπως έπρεπε και δε μπόρεσαν να αποτρέψουν τη παλλαϊκή συγκέντρωση, ξέσπασαν βανδαλίζοντας το τάφο του Αγωνιστή.

ταφος