Ένα εκατομμύριο δολοφονημένοι από τους Τούρκους, 1.5 εκατομμύριο οι πρόσφυγες, που ωστόσο κατάφεραν να μεταφέρουν την κρυμμένη ομορφιά της Μικρασίας στην Μητέρα Ελλάδα.

Από τις πιο θλιβερές επετείους της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας είναι αυτή της κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου που οδήγησε στην στρατιωτική ήττα, αλλά και τον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από την Μικρασιατική γη.

Είχαν προηγηθεί εκλογές, στις οποίες έχασε ο φίλος των συμμάχων νικητών του Α Παγκοσμίου Πολέμου, Ελευθέριος Βενιζέλος και κέρδισαν οι φιλογερμανοί βασιλικοί! Αυτή η μικρή λεπτομέρεια, μας έφερε από το στρατόπεδο των νικητών, σε αυτό των ηττημένων του Α Παγκοσμίου πολέμου.

Πριν τις εκλογές του 21, είχε καταφέρει να γίνει για πρώτη φορά διοικητής στην Σμύρνη, Έλληνας. Μετά τις εκλογές όμως, τα πράγματα άλλαξαν για την Ελλάδα. Γι αυτό άλλωστε και δεν προσέφεραν την ανάλογη βοήθεια τα συμμαχικά πλοία την 14η Σεπτεμβρίου του 1922 που η Σμύρνη καιγόταν.

Η Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος καθιερώθηκε με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων στις 24 Σεπτεμβρίου 1998 και τιμάται κάθε χρόνο στις 14 Σεπτεμβρίου.

«Το βράδυ της μέρας που ξέσπασε η πυρκαγιά, είχα βγει από το σπίτι μου, που βρισκόταν σ’ ένα δρόμο κάθετο στην οδό Χατζηστάμου πήγα στην οδό αυτή, για να πληροφορηθώ τι συνέβαινε. Πρέπει να σημειωθεί πως η πυρκαγιά δεν είχε ακόμα εξαπλωθεί σ’ αυτή τη συνοικία. Εκεί συνάντησα μια ομάδα διακοσίων-τριακοσίων οπλισμένων Τούρκων. Αφού τους είπα ότι ήμουν Γάλ λος, τους ρώτησα τι έψαχναν. Μου απάντησαν απαθέστατα πως είχαν οδηγίες να ανατινάξουν και να κάψουν τα σπίτια της συνοικίας. Προσπάθησα τότε να τους μεταπείσω, αλλά μου απάντησαν: “Είναι ανώφελο, φύγετε, φύγετε!” Και πράγματι, λίγο χρόνο αφότου εγκατέλειψα το σπίτι μου, οι εμπρηστικές βόμβες άρχισαν να πέφτουν βροχή επάνω του». Jubert- Αυτόπτης μάρτυρας, γάλλος υπάλληλος τραπέζης.

Η καταστροφή αυτή άρχισε 7 ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου Ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία και μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού, του ιδίου του Μουσταφά Κεμάλ και των ατάκτων του στην πόλη. Η φωτιά εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία και συγκεκριμένα από την ανατίναξη της Αρμενικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα και πολιορκούντο από τους Τούρκους. Την πολιορκία την έσπασε με το ασκέρι του ο Έλληνας καπετάνιος Σιδερής (Ισίδωρος) Πανταζόπουλος, που επί πολλά έτη πολεμούσε τους άτακτους Τσέτες ληστές στα γύρω βουνά. Οι Έλληνες μπήκαν μέσα στην εκκλησία και έδωσαν νερό και τρόφιμα στους πολιορκημένους, όμως, οι πολυπληθέστεροι Τούρκοι γρήγορα ανασυντάχθηκαν και παίρνοντας πυρίτιδα από γειτονική πυριτιδαποθήκη, περικύκλωσαν και πάλι την εκκλησία και την ανατίναξαν. Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία και διήρκεσε από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922 (31 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο).