Ο Ανδρέας Ονησιφόρου γεννήθηκε στο χωριό Κολόσσι της επαρχίας Λεμεσού, το 1934. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και αποφοίτησε από σχολή μέσης παιδείας. Ήταν υπάλληλος στο τμήμα αρχαιοτήτων και εργαζόταν ως φύλακας στο Φρούριο Κολοσσίου.

Στην ΕΟΚΑ εντάχθηκε από την αρχή του αγώνα και συνεργαζόταν με την οικογένεια μακρινού του θείου στην κατασκευή βομβών.

Στις 13 Φεβρουαρίου 1956 οι κάτοικοι Κολοσσίου είχαν συμπλακεί για δεύτερη φορά με τους στρατιώτες οι οποίοι κατέβασαν την ελληνική σημαία από το δημοτικό σχολείο του χωριού τους. Τη σημαία την είχαν υψώσει επί τούτου, προκαλώντας και αναμένοντας τους Άγγλους προκειμένου να τους επιτεθούν. Αρχικά επιτέθηκαν οργανωμένα οι γυναίκες και οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούσαν στον αέρα. Ο Ανδρέας πέταξε το σακάκι του με τα διακριτικά του κυβερνητικού υπαλλήλου σε ένα φούρνο, για να μη τον υποχρεώσουν οι Άγγλοι να κατεβάσει εκείνος τη σημαία και ενεπλάκη στο λιθοβολισμό με την δεκαοχτάχρονη συναγωνίστριά του Ελένη Φιλίππου. Οι στρατιώτες πυροβόλησαν στο πόδι την Ελένη, την οποία είχαν εντοπίσει ότι πρωτοστατούσε στην προηγούμενη επίθεση. Η μητέρα της, που ήταν δίπλα της, τη σήκωσε στην αγκαλιά της και το πόδι της κρεμόταν κομμένο. Όρμησε ο Ανδρέας μέσα στο κακό και την άρπαξε από τα χέρια της. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή τον πυροβόλησαν από πολύ κοντά, σημαδεύοντάς τον στο στήθος. Μεταφέρθηκαν και οι δυο σε κλινική της Λεμεσού. Ο Ονησιφόρου πέρασε στο πάνθεον των αθανάτων. Η Ελένη τραυματισμένη σοβαρά, παρέμεινε για νοσηλεία για την οποία μάλιστα ο γιατρός που την ανέλαβε αρνήθηκε να πάρει χρήματα. Οι κάτοικοι του χωριού πήγαν ομαδικά και δούλεψαν στα κτήματα του γιατρού, για να ανταποδώσουν την προσφορά του.

Η κηδεία του Ανδρέα Ονησιφόρου έγινε σε ατμόσφαιρα εθνικής έξαρσης. Τραγική φιγούρα η αρραβωνιαστικιά του Ηλιάδα Ανδρονίκου, η οποία τρεις μήνες αργότερα τον ακολούθησε στον τάφο αφού προσβλήθηκε από λευχαιμία.