«Αν το προζύμι είναι αφιερωμένο στον Θεό,τότε είναι και το ζυμάρι, κι αν ανήκει στο Θεό η ρίζα, τότε του ανήκουν και τα κλαδειά» γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Ρωμαίους.

Θα τολμούσαμε να χαρακτηρίσουμε τους δύσκολους καιρούς που περνούμε, ιδιαίτερα ευλογημένους, αν αναλογιστούμε μέσα από τις αμαρτίες μας, ο Θεός αναδεικνύει και αγιασμένες μορφές, οι οποίες με τον ένθεο βίο τους την άσκηση τη γραφή και κυρίως το παράδειγμα τους στήριξαν και στηρίζουν την Ορθόδοξη πίστη.

Ο όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης η μεγαλύτερη μορφή του σύγχρονου ορθόδοξου Μοναχισμού, γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου 1924 σε ένα ιδιαίτερα ευλογημένο οικογενειακό περιβάλλον. Αρσένιος Εζνεπίδης το όνομα του, γονείς ο Πρόδρομος και Ευλαμπία. Είχε οκτώ αδέλφια και ήταν το όγδοο κατά σειρά.

Τα Φάρασα ήταν ένα κεφαλοχώρι νοτίως της Καισάρειας όπου παρά τη μακραίωνη δουλεία στους Τούρκους, διατηρούσαν καθαρή την Πίστη, την Ελληνικότητα τους και τη γλώσσα.

Πενήντα ναούς περίπου είχαν, αλλά και εξωκλήσια και αγιάσματα.

Εφημέριος τους ήταν ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1840-1924) όπου με την διδασκαλεία του ωφελούσε πολύ τους Χριστιανούς εκεί και είχε προσελκύσει ακόμη και μουσουλμάνους. Όπως είπαμε η οικογένεια του διακρινόταν για την βαθιά πίστη και προσήλωση στον Ορθόδοξο  Χριστιανισμό. Η γιαγιά του Χριστίνα νήστευε προσευχόταν και περνούσε μεγάλα χρονικά διαστήματα στο ιδιόκτητο εξωκλήσι της Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Στο σπίτι της φιλοξενούσε και τον Άγιο Αρσένιο κατά καιρούς.

Όταν ήταν να βαπτιστή ο Παΐσιος, ήθελε η γιαγιά του να τον ονομάσει Χρήστο προς τιμή του παππού. Αλλά ο Αρσένιος της είπε: «Εσείς θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι μου;»

Έτσι ο Όσιος πήρε το όνομα Αρσένιος και μαζί την ευχή ότι θα γίνει μοναχός!

Από μικρό παιδί η ευλάβεια και οι πνευματικές του ασκήσεις ήταν αξιοθαύμαστες. Νύστευε, έπαιζε ελάχιστα, είχε φτιάξει αυτοσχέδιο κομποσχοίνι με βελανίδια από το δάσος και μετρούσε μετάνοιες και προσευχές. Μόλις έμαθε τα πρώτα γράμματα, διάβαζε το ευαγγέλιο και βίους Αγίων. Τελείωσε μόνο το δημοτικό «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο».

Τελειώνοντας το δημοτικό, μέχρι να πάει στρατό διάλεξε να πάει να μάθει την τέχνη του ξυλουργού από αγάπη αυτό που έκανε και ο Ιησούς Χριστός. Όταν έμαθε την τέχνη άνοιξε δικό του ξυλουργείο όπου βοηθούσε οικονομικά την οικογένειά του και τους φτωχούς. Επίσης βοηθούσε τους φτωχούς κάνοντας τις ξυλουργικές κατασκευές τους.

Τον Απρίλιο του 1948 επιστρατεύθηκε και του έδωσαν την ειδικότητα του διαβιβαστού έτσι δεν έλαβε μέρος σε ένοπλες συγκρούσεις. Όσο καιρό όμως δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. ‘Εσωσε συναγωνιστές του πολλές φορές από βέβαιο θάνατο εν ώρα μάχης.

Απολύθηκε από το στρατό το 1950. Ο Παΐσιος ονομάστηκε «Ασυρματιστής του Θεού».

Στο Άγιο Όρος ο Άγιος Παΐσιος πήγε μετά την απόλυση του από τον στρατό και διέμενε σε διάφορες μονές. Το 1956 χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.

Τον Αύγουστο του 1958 μετά από Θεία φώτιση , έφυγε από το Άγιο Όρος και αντί να πάει στην έρημο όπου προετοιμαζόταν, πήγε στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.

Το 1962 σε ηλικία 38 ετών ο Παΐσιος φεύγει και πάει και μένει σε ένα κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης στο όρος Σινά. Σε ένα άνυδρο και ξερό τόπο που επιθυμούσε τόσο πολύ προς Θεόν μόνωση.

Εκεί η διαρκεί νηστεία η ακατάπαυστη αγρυπνία, προσευχή κατάφερε να νικήσει τους διάφορους πειρασμούς και να απολαύσει την χάρη της θείας παρακλήσεως. Εκεί έγινε ιδιαίτερα αγαπητός από τους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.

Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος και συγκεκριμένα στην σκήτη των Ιβήρων όπου το 1966 ασθενεί σοβαρά και εισήχθη στο νοσοκομείο Παπανικολάου στην βόρειο Ελλάδα και υποβλήθηκε σε εγχείρηση με αποτέλεσμα την μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Μέχρι να αναρρώσει εντελώς φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή.

Πλέον ο Άγιος Παΐσιος έγινε πολύ γνωστός και όταν επέστρεψε στο Άγιο Όρος συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπάτου στα Κατουνάκια άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις από κάθε λογής βασανισμένων άνθρωπων.

Το 1979 ο τελευταίος επίγειος σταθμός του Αγίου είναι η Παναγούδα (Μικρή Παναγία), ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί, όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Εκεί συνέχιζε να δέχεται κόσμο και έκανε ποιο έντονη την ασκητική ζωή του, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα.

Κατά το 1993 ενώ διαρκούσε η θεία Λειτουργία στο εκκλησάκι του, εξαντλήθηκε τελείως, ανάσανε βαριά διεστάλησαν τα μάτια του και ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Λιποθύμησε και τον κράτησαν οι πατέρες, ενώ του έλεγαν να ξεκουραστεί, αυτός συνήλθε κάπως και στάθηκε όρθιος προσευχόμενος ως το τέλος της Θείας Λειτουργίας και κατόπιν τους περιποιήθηκε.

Στις 22 Οκτωβρίου 1993 μετέβη στο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή για να τιμήσει την μνήμη του Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη. Εκεί έπαθε εντερική απόφραξη. Εισήχθη στο Θεαγένειο νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και η διάγνωση ήταν προχωρημένος καρκίνος όπου ετοιμάστηκε για εγχείρηση στις 4 Φεβρουαρίου το 1994. Του αφαίρεσαν τον όγκο του παχέος εντέρου αλλά ο καρκίνος έκανε μετάσταση στους πνεύμονες και στο συκώτι. Ταλαιπωρήθηκε και το τέλος πλησίαζε. Παρόλα αυτά αψηφούσε τους πόνους και ενίσχυε πνευματικά τους άλλους καρκινοπαθείς, τους τόνωνε και τους στήριζε πάντοτε με χαμόγελο. Σε αυτό το τελευταίο διάστημα, χάρη στις προσευχές του, ασθενείς είχαν θεραπευτεί.

Όταν βγήκε από το νοσοκομείο έμεινε στο ησυχαστήριο στη Σουρωτή, εκεί εμψύχωνε τις αδελφές. Άρχισε να ρυθμίζει τα τις κηδείας του δίνοντας τις σχετικές οδηγίες. Ζήτησε από δυο Επισκόπους που πέρασαν να τον δουν να του διαβάσουν τη συγχωρητική ευχή, ακόμη και τη Νεκρώσιμη ακολουθία ενώ συνέψαλε και ο ίδιος. Με το ζόρι πήγαινε για να λάβει Θεία Κοινωνία λέγοντας «Εγώ πρέπει να πάω στο Χριστό, όχι να΄ρθεί ο Χριστός σε μένα».

Στις 11 Ιουλίου 1994 κοινώνησε για τελευταία φορά. Η νύχτα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Μετά βίας ανάσαινε ο σφυγμός του σχεδόν ανύπαρκτος. Αλλά προσευχόταν για δυο ώρες έχασε τις αισθήσεις του. Συνήλθε λίγο και είπε: «Μαρτύριο, πραγματικό μαρτύριο» και λέγοντας αυτά η ψυχή του πέταξε στα επουράνια.

Ήταν η 12η Ιουλίου 1994 τρίτη και ώρα 11 το βράδυ όπου την ησυχία τάραξε μια δυνατή βροντή! Κατόπιν με συνεχείς αστραπές φωτιζόταν όλο το Άγιον Όρος. Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

Επιμέλεια: Ιωσήφ Κορφιάτης

Αναπληρωτής επαρχιακός Ε.ΛΑ.Μ Λευκωσίας