Η δουλεία των 459 ετών είχε υποχωρήσει…

Μετά τη Mάχη του Σαρανταπόρου και την μεγάλη νίκη των Ελλήνων, στις 9 Οκτωβρίου 1912, το τουρκικό επιτελείο στην Κοζάνη συνεδρίασε και αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη. Κάποιος αξιωματικός του επιτελείου πρότεινε το βομβαρδισμό και την πυρπόληση της Κοζάνης, όμως την καταστροφή απέτρεψε ο συγκρατημένος τούρκος αρχιστράτηγος Ταχσίν πασάς έχοντας με το μέρος του και τον αλβανικής καταγωγής Μουτίρ μπέη.

Οι τούρκοι υπάλληλοι διατάχτηκαν να παραλάβουν τα αρχεία τους και ο κύριος όγκος του στρατού, όσος ήταν ακόμα συνταγμένος κινήθηκε προς τη Βέροια. Μόνο δύο τάγματα του στρατού σχεδόν διαλυμένα έφυγαν άτακτα προς τα Καιλάρια και ανασυντάχτηκαν έξω από το χωριό Περδίκας με την φρουρά των Καιλαρίων. 

  Στο μεταξύ οι Κοζανίτες έτρεξαν στους τούρκικους στρατώνες κι άρπαξαν όπλα, πυρομαχικά, τρόφιμα, φάρμακα κι ό,τι άλλο υπήρχε μέσα σʼαυτές. Από όλες τις γειτονιές κατέβηκαν οπλισμένοι κάτοικοι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο κέντρο της πόλης.    Κάποιοι τοποθέτησαν στο καμπαναριό τη γαλανόλευκη και το σταυρό της Ορθοδοξίας. Αυτά όλα έγιναν το απόγευμα γύρω στις 3 με 4. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο πρώτος ιππέας, “πρόσκοπος ανιχνευτής ”, από το Νότο , την πλευρά του Τζιτζελέρ (Πετρανά) και δέχτηκε τους ασπασμούς των συγκινημένων πολιτών. Η δουλεία των 459 ετών είχε υποχωρήσει. Οι μέχρι εκείνη τη στιγμή υπόδουλοι Κοζανίτες με τα όπλα που κατείχαν, τρελοί από χαρά και αγαλλίαση τράνταζαν την ατμόσφαιρα από τους πυροβολισμούς τους.  

Ο στρατός, το υπερήφανο ιππικό, διέκοψε προς στιγμή την πορεία του, νομίζοντας ότι πρόκειται για μάχη που διεξάγονταν μέσα στην πόλη, μεταξύ πληθυσμού και εχθρού. Όταν όμως βεβαιώθηκε από τον ανιχνευτή του για τις εκδηλώσεις χαράς των κατοίκων, ο επικεφαλής της Ιλαρχίας του Ιππικού Στρατηγός Σούτσος, διέταξε βραδεία εκκίνηση της φάλαγγας προς την πόλη. Ενώ οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, ο λαός δεν άργησε να βρεθεί στην έξοδο της πόλης με τα βλέμματα προσηλωμένα στο μέρος απ’ όπου θα έφταναν οι ελευθερωτές. 

Μόλις οι Κοζανίτες αντίκρισαν τους στρατιώτες καβαλάρηδες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και σε παρατεταμένα χειροκροτήματα. Το φέσι, το αιώνιο σήμα της σκλαβιάς ξεσχίστηκε από το ενθουσιασμένο πλήθος και πετάχτηκε στο δρόμο για να ποδοπατηθεί από τα άλογα του ένδοξου Ελληνικού ιππικού. Λουλούδια βρεγμένα με δάκρυα πετάχτηκαν στους νικητές. Όλες αυτές οι σκηνές εξελίχτηκαν στις 11 Οκτωβρίου 1912 , 5 η ώρα το απόγευμα κατά μήκος της οδού από τον σημερινό κόμβο Θεσσαλονίκης – Αθηνών μέχρι την είσοδο της πόλης σημερινό κτίριο τεχνικού Ο.Τ.Ε. , που από τότε ονομάστηκε οδός 11ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ.

Μετά την είσοδο του ιππικού, ο λαός ύστερα από το τρικούβερτο γλέντι του, γύρισε στα σπίτια του διαβιβάζοντας το ευχάριστο γεγονός στους γέρους της γειτονιάς του με τη φράση «Παππού ήρθε το Ελληνικό». Οι γέροι με συγκίνηση και δάκρυα σταυροκοποιούνταν και απαντούσαν με τα λόγια «Τώρα ας πεθάνουμε».

Πηγή: aioniaellinikipisti.blogspot.gr