Ήταν απόγευμα της 10ης Ιουνίου 1944, τέσσερις ημέρες μετά την εισβολή των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμαντί, όταν άνδρες του 2ου και 10ου τάγματος του 7ου συντάγματος της 4ης μεραρχίας αστυνομικών και τεθωρακισμένων Grenadier των SS, μπήκαν στο χωριό Δίστομο κοντά στη Λειβαδιά Βοιωτίας διαπράττοντας φρικτή σφαγή έναντι του άμαχου πληθυσμού.

Είχε προηγηθεί μάχη στην ευρύτερη περιοχή, στη διάρκεια της οποίας οι Γερμανοί έχασαν 6 στρατιώτες. Απέδωσαν την εναντίον τους επίθεση σε ειδοποίηση των κατοίκων του Διστόμου και επιστρέφοντας με πρωτοφανή θηριωδία έκαψαν την κωμόπολη, εκτέλεσαν 218 κατοίκους, από τους οποίους 20 βρέφη και 45 παιδιά και έφηβοι. Οι Γερμανοί στρατιώτες αφηνιασμένοι, μέχρι να πέσει ο ήλιος, έσφαζαν τους κατοίκους του Διστόμου, έκαιγαν και κατέστρεφαν ότι έβρισκαν μπροστά τους. Πραγματική θηριωδία!

Μαρτυρίες απεσταλμένων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού λίγο αργότερα, περιγράφουν τη φρίκη που αντίκρισαν. Κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά.

Ήταν οι κάτοικοι του χωριού που τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο: θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες-Ες.

Η μυρωδιά ανυπόφορη. Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό. Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς…

Η σφαγή του Διστόμου προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση που ανάγκασε τη Γερμανική Διοίκηση στην Ελλάδα να ψελλίσει δικαιολογίες του τύπου ότι δήθεν «οι Έλληνες έφταιγαν διότι δεν συμμορφώθηκαν στις στρατιωτικές διαταγές».